Το
ένα πουλάκι:
Μηδενική ανοχή!
Πώς γίναμε έτσι, φίλοι μου;
Φτάσαμε στο σημείο να μην
μπορούμε να δείξουμε την παραμικρή ανοχή στη διαφορετικότητα. Και δεν μιλάω για
διαφορετικό χρώμα, διαφορετικές συνήθειες, διαφορετική συμπεριφορά, διαφορετική
εμφάνιση…
Μιλώ ακόμη και για
διαφορετική άποψη.
Να, πώς τα φέρνει η κουβέντα!
Θυμήθηκα τώρα έναν συμμαθητή
που είχαμε στο σχολείο –καλή του ώρα- ο οποίος, στην προσπάθειά του να γράψει
καλές εκθέσεις, εκτός από το ότι είχε μελετήσει και αποστηθίσει ολόκληρο τον Παπανούτσο,
είχε ξεσηκώσει και ένα σωρό «τσιτάτα», που τα χρησιμοποιούσε και στον προφορικό
του λόγο.
Κάποια μέρα, σε μια συνομιλία
που είχε με συμμαθητές μας, τους λέει: «Διαφωνώ με αυτά που λέτε, αλλά θα
αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, ώστε να έχετε το δικαίωμα να τα λέτε».
Οι άλλοι γέλασαν και του
επεσήμαναν πως αυτό είναι ξένο, καλό αλλά ξένο.
Πού να το παραδεχτεί!
Άρχισε να διαμαρτύρεται και
να ορκίζεται ότι είναι δική του σκέψη, δική του φράση. Όταν του το έφεραν
γραμμένο, δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει ότι η φράση ανήκει στον Βολταίρο,
συνέχισε όμως να ισχυρίζεται πως αυτός δεν το ήξερε, δεν το είχε διαβάσει
πουθενά και πως ήταν «πρωτότυπη» σκέψη δική του.
Δεν έχει σημασία. Σημασία
έχει ότι τότε συζητούσαμε, διαφωνούσαμε, σκοτωνόμασταν, αλλά κανείς δεν
αμφισβητούσε το δικαίωμα του άλλου να έχει διαφορετική άποψη, αν το τολμούσε
κάποιος, πέφταμε πάνω του οι υπόλοιποι και τον επαναφέραμε στον… σωστό δρόμο
του διαφωτισμού.
Δεν ξέρω τι έγινε κι αυτό το
πνεύμα έχει χαθεί. Ή μάλλον ξέρω.
Έγιναν πολλά με σημαντικότερο
κάτι που σχολιάζαμε προχθές για τον ρόλο των κομμάτων. Οι πολίτες αυτής της
χώρας έπαψαν να υπερασπίζονται τις ιδέες τους, άρχισαν σταδιακά να
υπερασπίζονται το δίκιο της παράταξης, του κόμματος, του αρχηγού…
Έβλεπαν τι είναι λάθος, όμως
αρνούνταν να το δεχτούν δημοσίως, μη τυχόν και γίνουν εύκολα θύματα για τον
αντίπαλο.
Το
άλλο πουλάκι:
Όχι μόνο γι’ αυτό, φυσικά.
Στο πίσω μέρος της σκέψης
τους ήταν όχι η υπεροχή θέσεων και επιχειρημάτων, αλλά –δυστυχώς- η διατήρηση
των θέσεων που κατείχαν και των προνομίων που απολάμβαναν, όσο η παράταξη ήταν
στα πάνω της και το κόμμα ήταν στην εξουσία.
Έτσι σιγά σιγά, πλήθαιναν
εκείνοι που υπερασπίζονταν κάτι, όχι επειδή το πίστευαν, αλλά επειδή τους
συνέφερε να το κάνουν.
Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που
φτάσαμε. Εκπαιδευτήκαμε ως κοινωνία να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στον
συνομιλητή μας, πράγμα επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Το ξέρουμε από τα χρόνια
του Περικλή, από τον Επιτάφιο.
Κάθε φορά που μιλάει κάποιος,
ιδίως όταν έχει διαφορετική άποψη από τη δική μας, το πρώτο πράγμα που κάνουμε
είναι να αναρωτηθούμε «γιατί το λέει;» και να ψάξουμε λόγους που θα μπορούσαν
να τον οδηγήσουν σ’ αυτό.
Έτσι ξεκινά η περίφημη «δίκη
προθέσεων».
Δεν στεκόμαστε στα
επιχειρήματά του, δεν προσπαθούμε να αντικρούσουμε τις θέσεις του, παρά μόνο
ψάχνουμε να αποδείξουμε πως έχει συμφέρον να λέει όσα ισχυρίζεται.
Και με ένα απίθανο λογικό
φλικ φλακ καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι θέσεις του είναι λανθασμένες.
Δίνω ένα παράδειγμα για να
γίνει πιο κατανοητό το σχήμα με επιχειρήματα. Συζητούν δυο φίλοι και ο ένας
υπερασπίζεται το νέο σύστημα, μεταγραφών στο Πανεπιστήμιο. Ο άλλος το θεωρεί
απαράδεκτο και έχει κι αυτός τα επιχειρήματά του. Ο πρώτος δεν κάθεται να τα
εξετάσει, παρά σκέφτεται πως ο άλλος, που έχει παιδί στη Γ΄ Λυκείου, είναι
αντίθετος με τις μεταγραφές, επειδή φοβάται πως θα ανέβουν οι βάσεις και το
παιδί του δεν θα πιάσει τη σχολή που επιδιώκει.
Χωρίς να εξετάσει, λοιπόν, τα
επιχειρήματα του συνομιλητή του, τα απορρίπτει θεωρώντας τα ανάξια λόγου.
Συνήθως απορρίπτει και τον
ίδιο, γεγονός που του δίνει το δικαίωμα να θεωρεί ακόμη ισχυρότερα τα δικά του
επιχειρήματα, αφού μόνο άνθρωποι «συμφεροντολόγοι» διαφωνούν μαζί του.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Δυστυχώς δεν είναι μόνο έτσι
τα πράγματα.
Είναι πολύ χειρότερα! Διότι σήμερα,
με την εξάπλωση του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πολλές φορές
διαφωνούμε και με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε προσωπικά.
Δεν μπορούμε δηλαδή να
ξέρουμε την προσωπική τους στάση, άρα και τα (πιθανά) κίνητρά τους, οπότε
είμαστε υποχρεωμένοι να τα… εφεύρουμε!
«Τον βάζουν άλλοι», είναι το
πιο σύνηθες… επιχείρημά μας. Ειδικά όταν πρόκειται για δημοσιογράφους, είμαστε
βέβαιοι ότι υπηρετούν κάποια συμφέροντα, πάντοτε με το αζημίωτο.
Ξένα και ντόπια συμφέροντα
πληρώνουν ανθρώπους του τύπου για να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σύμφωνα με
τις επιθυμίες τους. (Των συμφερόντων, όχι των ανθρώπων του τύπου…)
Αυτό, είπαμε, όταν έχουν
διαφορετική άποψη από τη δική μας. Όταν συμφωνούμε, αλλάζει το πράγμα. Διότι
όσοι συμφωνούν μαζί μας δεν έχουν κανένα συμφέρον να το κάνουν απλώς βλέπουν το
φως το αληθινό.
Είναι ακριβώς όπως με τους
διαιτητές. Όταν δεν βλέπουν κάτι και αυτό συμφέρει την ομάδα μας τότε
διαπράττουν απλώς ένα ανθρώπινο λάθος. Όταν όμως η αβλεψία είναι εις βάρος μας,
τότε είμαστε βέβαιοι πως είναι όργανα της κάθε «παράγκας».
Η μεταφορά αυτού του
φαινομένου στην καθημερινότητα είναι που ονομάζεται επιστημονικά
«ποδοσφαιροποίηση του δημόσιου βίου».
Θα συνεχίσουμε όμως.
Διάλογοι! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου