Το
ένα πουλάκι:
Για ποιο λόγο μαλώνουμε;
Λέγαμε χθες πως έχουμε πάψει
να συζητάμε όπως παλιά και πως, αντί να εστιάζουμε στις θέσεις και τα
επιχειρήματα, εκτοξεύουμε κατηγορίες κατά του συνομιλητή μας.
Και τότε γίνεται χαμός!
Γιατί όμως; Εννοώ γιατί να γίνεται
χαμός; Γιατί θα πρέπει να παίρνουμε τόσο σοβαρά τα όσα μας καταλογίζουν οι
«συνομιλητές» μας (αυτή τη φορά η λέξη σε εισαγωγικά), να αρπαζόμαστε και να
ξεκινάμε κι εμείς την αντεπίθεση με ίδιου ύφους (και ίδιου ήθους) «επιχειρήματα».
Το θέμα είναι γενικότερο και
αξίζει να το δούμε ψύχραιμα και, όπως πάντα, με λίγο χιούμορ.
Όταν μας κατηγορούν για κάτι
υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Ή αυτό που μας αποδίδουν να είναι αληθινό ή να είναι
ανυπόστατο.
Τι πρέπει να κάνουμε στην
κάθε περίπτωση; Πώς να αντιδράσουμε;
Θα δείτε ότι, ούτως ή άλλως,
δεν έχει νόημα να χάσουμε την ψυχραιμία μας και να στραφούμε εναντίον του
«συνομιλητή» μας.
Ας πάρουμε την περίπτωση αυτό
το οποίο μας καταλογίζουν να είναι αληθινό ή να εμπεριέχει δόσεις αλήθειας.
Τότε, το καλύτερο που έχουμε
να κάνουμε είναι να… κοιταχτούμε στον καθρέφτη, να σκεφτούμε πώς φτάσαμε εδώ
και τι μπορούμε να κάνουμε για να αλλάξουμε.
Το να θυμώνουμε με κάποιον
που αποκαλύπτει ή μας δείχνει μια αδυναμία μας, δεν έχει κανένα νόημα.
Εξηγείται μεν, δεν
δικαιολογείται όμως.
Ας πάρουμε τώρα την περίπτωση
κατά την οποία όσα μας αποδίδονται δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Δεν
μας αγγίζουν. Και πάλι δεν έχει νόημα να θυμώσουμε, να αρπαχτούμε, ειδικά όταν
οι κατηγορίες είναι εμφανώς ανυπόστατες. Όταν όλοι το βλέπουν και το ξέρουν ότι
δεν ισχύουν.
Σε αυτή την περίπτωση, το να
αρπαχτούμε και να περάσουμε στην αντεπίθεση μόνο κακό μπορεί να κάνει στην
εικόνα μας, γιατί υπάρχει ο φόβος να επιτύχουμε το αντίθετο, δίνοντας την
εντύπωση πως «έχουμε τη μύγα». Το πολύ πολύ, αν στη συζήτηση χωράει κάτι
τέτοιο, με ήρεμο και ψύχραιμο τρόπο να φέρουμε κάποια επιχειρήματα που δείχνουν
ότι οι κατηγορίες δεν ισχύουν.
Το
άλλο πουλάκι:
Το πολύ πολύ!
Και αν χωράει στην κουβέντα.
Όταν, για παράδειγμα, κατηγόρησαν κάποιον δημοσιογράφο πως είναι «πληρωμένη
πένα», εκείνος τους θύμισε πως τις ίδιες κατηγορίες έχει δεχτεί κατά καιρούς
από εκπροσώπους όλου του πολιτικού φάσματος. Είπε λοιπόν πώς δεν είναι δυνατόν
να τα παίρνει από όλους για να γράφει, κατά παραγγελία, εναντίον… όλων;
Αυτό ας το προσέξουν
ιδιαιτέρως ειδικά όσοι είναι δημόσια πρόσωπα ή κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο,
εκτίθενται στη δημόσια κριτική.
Η δουλειά τους φαίνεται, τη
γνωρίζουν όλοι, ειδικά στην μικρή πόλη που ζούμε. Είναι αδύνατο να τους βλάψει
κάποιος με χαρακτηρισμούς, όταν όλοι ξέρουν πως δεν ισχύουν.
Θυμήθηκα τώρα έναν παλιό
δάσκαλο και τον τρόπο με τον οποίο έδινε στα παιδιά να καταλάβουν πως δεν
αξίζει να μαλώνουν χωρίς λόγο. Προσέξτε λίγο τον διάλογο:
-Κύριε, με κορόιδεψε, με είπε
βλάκα.
-Θα σε ρωτήσω κάτι. Αν έρθει
κάποιος και με πει «άντε, ρε ζουμπά», εγώ θα πρέπει να θυμώσω;
-Όχι, κύριε.
-Γιατί;
-Γιατί είστε ψηλός, κύριε,
όχι «ζουμπάς».
-Αν με πει κάποιος
«παλιόγερε», θα πρέπει να θυμώσω;
-Όχι, κύριε, γιατί είστε
νέος.
-Σωστά! Αν με κάποιος βλάκα;
Να θυμώσω;
-…
-Καταλάβατε; Μόνο αν φοβάμαι
ότι είμαι βλάκας, ή αν πιστεύω ότι όλοι οι άλλοι με βλέπουν σαν βλάκα, έχω λόγο
να θυμώσω. Όλοι οι άλλοι όμως, όχι αυτός που το ξεστόμισε για τους δικούς του
λόγους. Αυτόν, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να τον αγνοήσω.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Θυμώνουμε για λάθος λόγους.
Συζητούσαμε προχθές με κάτι
φίλους για τα διπλώματα οδήγησης που έδιναν στον στρατό, τον παλιό καλό καιρό
που ήμασταν φαντάροι! Ο ένας αρπάχτηκε. «Δηλαδή, εσείς που τα πήρατε από σχολή
οδηγών, οδηγείτε καλύτερα από μένα;»
«Ηρέμησε», του λέει κάποιος.
«Δεν σε κατηγόρησε κανείς, κουβέντα κάνουμε. Πρώτα πρώτα κι εγώ το πήρα από τον
στρατό, μάλιστα μου το έδωσαν, αφού με έβαλαν να υποσχεθώ πως, μέχρι να απολυθώ,
δεν θα ακουμπήσω τιμόνι».
«Εγώ», λέει ένας άλλος, «το
πήρα κάνοντας τρεις γύρες σε ένα χωράφι με ένα τζιπ εκπαιδευτικό. Είχαμε όμως
και κάτι άλλους που έπιαναν πουλιά στον αέρα. Οδηγούσαν κάτι γερανοφόρα και
κάτι τεράστια Μ52 ρυμουλκά, λες και ήταν ποδήλατα. Οδηγάρες με τα όλα τους. Εσύ
όμως γιατί θίχτηκες».
Του εξηγήσαμε και κατάλαβε. Ο
στρατός όφειλε να εκπαιδεύει κάποιους οδηγούς και να το κάνει καλά. Ώστε
αργότερα, όταν θα μετέτρεπαν το «δελτίο καταλληλότητας» σε δίπλωμα οδήγησης,
όπως είχαν δικαίωμα από το νόμο, να ήταν –κατά το δυνατόν- έτοιμοι να βγουν
στους δρόμους.
Τώρα, αν δεν γινόταν αυτό, τι
έφταιγαν οι φαντάροι; Ο καθένας κοίταζε να γίνει όσο μπορούσε καλύτερος οδηγός,
γιατί απ’ αυτό εξαρτιόταν η ζωή του και ζωές άλλων. Ούτε σημαίνει πως όσοι
περνούν τις εξετάσεις από σχολές οδηγών γίνονται αυτοδίκαια… Σεμπάστιαν Φέτελ
και Φελίπε Μάσα!
Τον αποφύγαμε τον καβγά! Αν
όμως συνεχιζόταν η κουβέντα με προσωπικές επιθέσεις και υπονοούμενα για το
ποιος είναι καλύτερος οδηγός, τότε και τις καρδιές μας θα χαλούσαμε και
συμπέρασμα δεν θα βγάζαμε.
Άντε, να δούμε την άλλη φορά…
Να ξέρουμε γιατί μαλώνουμε! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου