Το
ένα πουλάκι:
Με αφορμή ένα ρεσιτάλ…
Ήθελα εδώ και καιρό να σας
μιλήσω γι’ αυτό το θέμα, όμως μια με το ένα, μια με το άλλο, πέρασαν οι μέρες.
Είχαμε και τα επετειακά, πού να τα προλάβεις όλα!
Αλήθεια, τώρα που το έφερε η
κουβέντα, είναι πολλοί οι φίλοι που αναρωτιούνται, μεγαλοφώνως, πού βρίσκουμε
ένα θέμα κάθε μέρα για σχολιασμό.
Δεν είναι δύσκολο, φίλοι μου,
αρκεί να έχεις στραμμένο το βλέμμα σου προς τα έξω και, φυσικά, να μην
περιμένεις να ενημερωθείς από τα δελτία των οκτώ.
Εξάλλου, το είπαμε πολλές
φορές. Συχνά η άξια σχολιασμού είδηση κρύβεται πίσω από τις πρώτες αράδες (για
να χρησιμοποιήσω μια «τυπογραφική» λέξη, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος εκδότης
μας ο Νίκος) και εκείνη πρέπει να αναζητάς.
Τα άξια σχολιασμού γεγονότα
είναι πάρα πολλά, όμως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Πώς είπατε; Φυσικά. Ο
χώρος είναι κι αυτός χρόνος, εξάλλου εμείς μιλάμε, δεν γράφουμε, οπότε έχουμε
ανάγκη χρόνου, ο οποίος ποτέ δεν φτάνει.
Ένας εναλλακτικός τρόπος θα
ήταν να ασχολούμαστε καθημερινά με περισσότερα θέματα, όμως τότε θα ήταν πολύ
επιφανειακή και πιο διεκπεραιωτική η κουβέντα μας. (Με την έμφαση στο «πολύ»
και στο «πιο»).
Πίσω από τις πρώτες αράδες,
λοιπόν.
Διάβαζα το βιογραφικό
σημείωμα του συμπολίτη μας πιανίστα Σταύρου Λαπαρίδη και στάθηκα σε κάτι που το
βλέπουμε στα αντίστοιχα σημειώματα όλων των μουσικών: Αναφέρουν ονομαστικά,
έναν έναν, όλους τους δασκάλους τους, που θεωρούν σπουδαίους.
Αυτό θα μπορούσε κανείς να
ισχυριστεί πώς γίνεται προκειμένου να αναδειχθεί η σοβαρότητα των σπουδών που
έχουν κάνει.
Νομίζω όμως πως δεν είναι
έτσι ή δεν είναι μόνον έτσι. Γιατί οι σπουδές αναδεικνύονται και με μόνη την
αναφορά στη σχολή που φοίτησε κάποιος ή στον τίτλο που απέκτησε.
Η αναφορά όμως στο όνομα του
δασκάλου κρύβει οπωσδήποτε και κάτι άλλο.
Δείχνει τον σεβασμό προς το
πρόσωπό του και την υπερηφάνεια για τη μαθητεία υπό το βλέμμα του.
Πόσοι από εμάς μπορούμε να
πούμε το ίδιο και να αισθανθούμε κάτι αντίστοιχο για κάποιους από τους
δασκάλους μας;
Το
άλλο πουλάκι:
Που είναι σίγουρο ότι
υπήρξαν.
Αν ψάξουμε βαθιά μέσα μας θα
δούμε πως κάποιοι από τους δασκάλους μας, από το δημοτικό -συγνώμη, από το
Νηπιαγωγείο- μέχρι το Πανεπιστήμιο, έπαιξαν έναν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση
της προσωπικότητάς μας.
Βλέπετε; Δεν λέω στη μόρφωσή μας,
που κι αυτό, από μόνο του, δεν θα ήταν λίγο.
Πρέπει να ψάξουμε όμως, να
σκαλίσουμε το μαθητικό μας παρελθόν, και, μέσα στο πλήθος εκείνων που ανέλαβαν
να μας διδάξουν κάτι, να ξεχωρίσουμε μια, δυο μορφές που… ξεχωρίζουν.
Όμως και πάλι αυτό δεν είναι
αρκετό, διότι θα πρόκειται για μια καθαρά προσωπική σχέση.
Θα είχε ιδιαίτερη αξία να
μπορούμε να αναφέρουμε αυτούς τους δασκάλους και η αναφορά αυτή να έχει νόημα
για όσους την ακούν.
Είχε μαθηματικό τον τάδε! Ή,
δασκάλα μου στο δημοτικό ήταν η κυρία Χ! Και οι υπόλοιποι, στο άκουσμα αυτών
των ονομάτων να με καλοτυχίζουν και να σκέφτονται κιόλας από μέσα τους αν
στάθηκα άξιος μαθητής ή όχι.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα
έπρεπε οι δάσκαλοι αυτοί να είχαν ένα όνομα το οποίο θα ήταν αποδεκτό από
όλους, ενώ η καλή τους φήμη θα είχε προέλθει από πολλές αντίστοιχες αναφορές
και άλλων αξιόλογων μαθητών τους.
Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν
συμβαίνει.
Δεν ξέρω τον λόγο, πιθανότατα
να ισχύει πως δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την αξία της μαθητείας σε έναν
σπουδαίο δάσκαλο, τη στιγμή που συμβαίνει. Συνήθως είμαστε πολύ μικροί ή την
αφήνουμε να παρασυρθεί ανάμεσα σε πολλές άλλες αρνητικές εικόνες, από άλλους
δασκάλους, ή από το σχολείο γενικά.
Όταν έρθει η ώρα να
συνειδητοποιήσουμε πόσο τυχεροί υπήρξαμε, είμαστε ήδη μεγάλοι, πιθανότατα οι
άξιοι δάσκαλοί μας να μη βρίσκονται πλέον στη ζωή.
Κρίμα όμως! Μια τέτοια
αναγνώριση θα ήταν η μεγαλύτερη αμοιβή για ανθρώπους που τίμησαν τη δουλειά
τους, που έβγαλαν από τα χέρια τους άξιους μαθητές, που πλούτισαν την κοινωνία
με ανθρώπους.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ποιοι όμως είναι οι δάσκαλοί
μας;
Χωρίς να θέλω, μου έρχονται
στο νου τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου, από το «Μην πετάξεις τίποτα» (1994):
Κι όπως μεγαλώνουμε
κι
όμορφα παλιώνουμε
θα ‘θελα η καρδιά μου να κριθεί
από τους δασκάλους μας
μικρούς
μας και μεγάλους μας
όσους προπαντός έχουν για πάντα κοιμηθεί.
Εξαίρετα λόγια. Δε μπορώ να
αντισταθώ στο να σας θυμίσω και το παρακάτω:
Κι όταν, καλή ώρα, φεύγουν
φίλοι και κοινό
και μονάχος μένω στο κενό
νιώθω να μου φέγγουν απ’ τις όχθες
τις πλαϊνές
κάτι φαναράκια, των δασκάλων μου οι σκιές.
Φέγγουν οι αθάνατοι
σ’ ένα
βυσσινί βαθύ
χαίρε η Ελληνίς ανατολή
Κι από το σκοτάδι πλάι
η
μορφή τους μας κοιτάει
και χαμογελάει βουρκωμένη, θεϊκή.
Έτσι ακριβώς τη φαντάζομαι κι
εγώ τη μορφή των δασκάλων μας. Πάντα βουρκωμένη και θεϊκή. Κι όχι μόνο των
μεγάλων μας, εκείνων που εννοεί ο Νιόνιος, μα κυρίως των μικρών των «ανώνυμων»,
που ούτε κι εμείς οι ίδιοι μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πόσο ευεργετική ήταν
η παρουσία τους στη ζωή μας.
Αναρωτιέμαι…
Μπορεί η ευγνωμοσύνη να
φτάσει εκεί που θέλεις, μπορεί να γίνει αντιληπτή, χωρίς ποτέ να την εκφράσεις
με λόγια, χωρίς ποτέ να… εκφωνηθεί ή να γραφεί σε κάποιο χαρτί;
Ελπίζω πως ναι. Διαφορετικά
οι άξιοι δάσκαλοί μας δεν θα αντιληφθούν ποτέ τι αισθανόμαστε γι’ αυτούς, πόσα
τους χρωστάμε.
Ή μήπως, επειδή ακριβώς είναι
άξιοι, και επειδή ακριβώς είναι δάσκαλοι, γνωρίζουν καλά ότι δεν τους χρωστάει
κανείς τίποτε;
Εις μνήμην... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου