ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

161130 ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Θέλω να συγχαρώ!

Προσέξτε, γιατί φοβάμαι μη με παρεξηγήσετε. Η έκφραση συγχαρητηρίων υποκρύπτει συχνά μια υπεροπτική στάση, με την έννοια ότι αυτός που συγχαίρει κάποιον άλλο είναι σε θέση όχι απλώς να παρακολουθήσει το έργο του, αλλά και να το κρίνει.

Ειδικά αν το έργο αυτό δεν είναι κάτι συνηθισμένο, αλλά κάτι που απαιτεί και ειδικές γνώσεις ή μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο του θαυμασμού, το να εκφράζεις τα συγχαρητήριά σου στον δημιουργό θα μπορούσε να παρεξηγηθεί.

Αν δηλαδή εγώ συγχαρώ τον ζωγράφο μιας έκθεσης μοντέρνας τέχνης, δεν υποδηλώνω ότι, όχι απλώς καταλαβαίνω την τέχνη αυτή, αλλά έχω τις γνώσεις και την εμπειρία να κρίνω και να αξιολογήσω τα έργα του;

Δεν θα ήταν προτιμότερο απλώς να τον ευχαριστήσω που μου δίνει την ευκαιρία να δω από κοντά κάποιες δημιουργίες, οι οποίες, ακόμη κι αν δεν μπορώ να τις εκτιμήσω, τουλάχιστον μου δίνουν τη δυνατότητα να πλουτίσω τις παραστάσεις μου;

Δείτε, ας πούμε, πόσο άσχημο δείχνει, όταν ένας δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη από κάποιον ειδικό επιστήμονα ή έναν φιλόσοφο και, ενώ εκείνος αναπτύσσει κάποιες ιδέες του, ο δημοσιογράφος κουνά επιδοκιμαστικά το κεφάλι σαν να του λέει «ωραία τα λες».

Κάπου κάπου μάλιστα αμολάει και κανένα «συμφωνώ απολύτως» ή «πολύ σωστά τα λέτε», σαν να θέλει να μας δείξει ότι όλα όσα λέει ο συνομιλητής του τα έχει σκεφτεί και ο ίδιος, ήταν μάλιστα έτοιμος να μας τα πει, αλλά ο άλλος πρόλαβε και του πήρε την κουβέντα από το στόμα.

Τα λέω όλα αυτά ακριβώς για να μην παρεξηγηθώ. Διότι εγώ συγχαίρω με… την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Χαίρομαι δηλαδή μαζί –πρωτίστως- με τους ανθρώπους για τους οποίους θα σας μιλήσω και –δευτερευόντως- με όλους εσάς που είμαι βέβαιος ότι όχι απλώς χαίρεστε αλλά καμαρώνετε κιόλας.

Αφήστε τα «πώς το ξέρεις», τόσα χρόνια γνωριζόμαστε. Για να σας το αποδείξω, θα σας πω ότι είμαι βέβαιος πως σήμερα θα… συγχαρείτε και μαζί μας, που μας δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσουμε αξιόλογα πράγματα και όχι να γκρινιάξουμε όπως συνήθως.

Το άλλο πουλάκι:
Ας ξεκινήσουμε από την πρωτοβουλία του Σεβασμιωτάτου.

Μιλώ για την επίσκεψή του στο Σχολείο όπου φοιτούν τα προσφυγόπουλα, η οποία, περισσότερο από τα ίδια, χαροποίησε όλους εμάς, τους πιστούς της επαρχίας του. Ήταν μία ενέργεια όχι απλώς ουσιαστική, αλλά και με τεράστιο συμβολικό χαρακτήρα.

Σε τέτοια ζητήματα, όταν ο ποιμενάρχης (καθ)οδηγεί, οι άλλοι οφείλουμε να ακολουθήσουμε και όσοι έχουν κάποιους ενδοιασμούς να τους αφήσουν κατά μέρος. Ο Μητροπολίτης μάς υπενθύμισε -διά τού παραδείγματος- ότι καθήκον όχι μόνο του σωστού πολίτη, αλλά και του πιστού ανθρώπου είναι να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις αυτά τα παιδιά.

Να σας πω την αμαρτία μου, προσωπικά το χάρηκα πολύ που χρησιμοποίησε και την ίδια ακριβώς έκφραση που είχαμε χρησιμοποιήσει κι εμείς, όταν σας μιλούσαμε για την αρνητική στάση ορισμένων γονέων -πολύ πιστών κατά τα άλλα- στο θέμα της φοίτησης των προσφυγόπουλων.

«Τα παιδιά είναι παιδιά», είπε. Έτσι ακριβώς, όπως το είχαμε τονίσει κι εμείς. «Και χρειάζονται την αγάπη μας, πέρα από θρησκεία καταγωγή και χρώμα. Η πίστη μας, οι αρχές μας, η παράδοσή μας […] επιβάλλουν να τα αγκαλιάσουμε».

Χάρηκα επίσης και την αναφορά που έκανε στη μνήμη, μιλώντας για τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στους καταυλισμούς και οι οποίες θα έπρεπε να θυμίζουν σε όλους μας τους στρατώνες Σελιμιέ της Κωνσταντινούπολης.

Εκεί όπου, με επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων, οι Πόντιοι πρόσφυγες μεταφερόταν με τουρκικά βαπόρια και περιθάλπονταν από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό σε συνθήκες τραγικές, καθώς στοιβάζονταν κατά χιλιάδες σε χώρους ανύπαρκτης υγιεινής, χωρίς νερό και με τον τύφο να θερίζει.

Μίλησε, λοιπόν, για ένα μνημόσυνο προς τα παιδάκια που χάθηκαν εκεί και, αν το καλοσκεφτούμε, όλοι μας έχουμε κάποιον δικό μας που χάθηκε στον δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο της προσφυγιάς.

Ένας λόγος παραπάνω, για να θυμηθούμε και τους παππούδες που επιβίωσαν και να κάνουμε πράξη τα λόγια τους:
«Συλλοϊσμένα πορπατώ, τα χέρα μ’ σταυρωμένα,
κανείς κακόν να μη παθάν’, αρνί μ’, άμον εμένα».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μια και έκλεισες με τραγούδι…

Άσε να μιλήσω εγώ για την εξαίρετη προσπάθεια του «Αρίωνα» (έστω, του Αρίωνος, παιδιά, κλείνονται και τα ονόματα, όχι… «τον Απόλλων!»), δηλαδή του συλλόγου Δραμινών φίλων μουσικής, και το αφιέρωμά τους στον Γιώργο Ζαμπέτα.

Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές τής μουσικής παράστασης που την απόλαυσε το πολυπληθές κοινό, για το οποίο αποδείχτηκε μικρή ακόμη και η αίθουσα συναυλιών του Μουσικού Σχολείου. (Την επόμενη φορά τους βλέπω στο… «Δημήτρης Κραχτίδης»!)

Οι άνθρωποι κατάφεραν να κάνουν κάτι που, υπό κανονικές συνθήκες, μοιάζει ακατόρθωτο: να μοιραστούν το μεράκι τους και την αγάπη τους για το τραγούδι με εκατοντάδες συμπολίτες τους.

Όπου όμως μπαίνει τόσο καθοριστικά η συλλογική προσπάθεια, οι συνθήκες παύουν να… είναι κανονικές και τότε γίνονται μικρά θαύματα. Και μιλώ όχι μόνον για το αφιέρωμα της Κυριακής, αλλά και για τη συνολική παρουσία του συλλόγου στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης.

Και να φανταστείς ότι έχουν κλείσει μόλις έναν χρόνο ζωής! Δικαιολογημένα, λοιπόν περιμένουμε ακόμη πολλά από αυτούς, αφού… μας έχουν κακομάθει, τοποθετώντας ήδη μόνοι τους πολύ ψηλά τον πήχυ.

Πώς να μην (τους) συγχαρούμε;
 Να που συμβαίνουν και σπουδαία πράγματα!

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

161129 ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Είχαμε και τον θάνατο ενός ηγέτη.

Ενός μεγάλου ηγέτη, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, τόσο για την προσωπικότητα του ίδιου του Φιντέλ Κάστρο, όσο και για τις επιπτώσεις που είχε η προσωπικότητα αυτή στη χώρα και τον λαό της Κούβας.

Μη βιάζεστε, ένα ένα, όλα θα τα πούμε. Πρώτα πρώτα ηγέτης είναι ένας άνθρωπος που… ηγείται. Μιας επανάστασης, ενός λαού, μιας χώρας... Έπειτα, κάποιος που ηγείται σχεδόν έξι δεκαετίες δεν μπορεί παρά να είναι μεγάλος ηγέτης.

Μα, θα μου πείτε, ήταν και δικτάτορας. Κυβερνούσε αυταρχικά μια χώρα, χωρίς ελευθερίες, χωρίς εκλογές, χωρίς δικαιώματα… Συμφωνώ, άντε όμως να το πείτε αυτό στα εκατομμύρια των Κουβανών (πόσα ακριβώς δεν ξέρουμε) που πίνουν νερό στο όνομά του.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι ανέτρεψε έναν άλλο δικτάτορα, τον Μπατίστα, και είμαι σίγουρος ότι όλο και κάτι θα έχετε ακούσει για την «δικτατορία του προλεταριάτου», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που λέει το όνομά της. Μια δικτατορία.

Με αφορμή τον θάνατό του, γίνονται πολλά σχόλια σχετικά με το πόσα, κάτω από ποιες συνθήκες και με τι αντίκρισμα πέτυχε για τη χώρα και τον λαό της Κούβας. Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν ακραίες απόψεις.

Από τη μια έχουμε την προσωπολατρία. «Για εμάς δεν πέθανε ποτέ», άκουσα να λέει εκπρόσωπος του τοπικού ΚΚΕ, «όπως δεν πέθαναν ποτέ ο Τσε Γκεβάρα, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Νίκος Μπελογιάννης…» Μάλλον εντελώς συνειδητά, δεν συμπεριέλαβε τον Ιωσήφ Στάλιν, τον Μάο, τον Πολ Ποτ «και τα άλλα παιδιά».

Εξάλλου, και η επίσημα ανακοίνωση του ΚΚΕ δεν διαφέρει και πολύ (πώς θα μπορούσε άλλωστε;): «Ο Φιντέλ Κάστρο αφήνει πολύτιμη παρακαταθήκη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ιδιαίτερα στον κουβανικό λαό, στον αγώνα που δίνει και σήμερα ενάντια στο αμερικανικό εμπάργκο, που συνεχίζεται, και όλες τις προσπάθειες υπονόμευσης του σοσιαλιστικού δρόμου ανάπτυξης, στις οποίες πρωτοστατούν οι ΗΠΑ και η ΕΕ.

Ο Φιντέλ Κάστρο θα ζει για πάντα στην ιστορική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση των λαών όλου του κόσμου, των καταπιεσμένων στον αγώνα για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για την τελική νίκη, για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Hasta la victoria siempre»

Το άλλο πουλάκι:
Από την άλλη, υπάρχουν οι απέναντι απόψεις:

«Ο Κάστρο ήταν ένας τυπικός δικτάτορας. Κυβέρνησε αυταρχικά, καταδίωξε τους αντιπάλους του με αγριότητα, έβαψε τα χέρια του με άφθονο αίμα, διατήρησε το λαό του σε κατάσταση εξαθλίωσης ενώ ο ίδιος ζούσε μια ζωή μέσα στη χλιδή και στις κάθε είδους απολαύσεις, στήριξε συγγενή αυταρχικά καθεστώτα, εξασφάλισε την κληρονομική διαδοχή του και βέβαια δεν μετάνιωσε για κανένα από τα αναρίθμητα εγκλήματα που διέπραξε».

Αυτή είναι μια τυπική τέτοια άποψη. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο, θα συναντήσουμε πιο μετριοπαθείς προσεγγίσεις της προσωπικότητας και του έργου τού Κάστρο. Η πρώτη εστιάζει στα «επιτεύγματα της επανάστασης».

Φυσικά, ανάμεσα στα επιτεύγματα, πρώτη θέση έχει το φημισμένο σύστημα υγείας στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες. Όσο για το γεγονός ότι τα μέσα και τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι απαρχαιωμένα («δεν υπάρχουν υλικά για σφραγίσματα»), ε, ας όψεται το εμπάργκο.

Άλλοι πάλι προχωρούν σε συγκρίσεις. Και, με πολύ έξυπνο τρόπο, συγκρίνουν το επίπεδο ζωής στην Κούβα, ακόμη και τις περιορισμένες ελευθερίες που υπάρχουν εκεί, με ό,τι επικρατεί σε γειτονικές χώρες της Λατινικής Αμερικής:

«Ξεχνάμε ότι στις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για την Κούβα του Κάστρο δεν έχουν καταγραφεί ποτέ περιπτώσεις σωματικών βασανιστηρίων, “εξαφανίσεων”, πολιτικών δολοφονιών ή βίαιης καταστολής διαδηλώσεων από τις κρατικές δυνάμεις.

Ας συγκρίνουμε λοιπόν την Κούβα του Κάστρο με τις γειτονικές της χώρες, που κατά την ευρωπαϊκή γραμμή ανάλυσης θεωρούνται χώρες “δημοκρατικές”: τη Γουατεμάλα, τη Δομινικανή Δημοκρατία, την Ονδούρα, την Κολομβία όπου δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, δήμαρχοι, γερουσιαστές ακόμα και ιερείς “εξαφανίζονται” ή δολοφονούνται συστηματικά και χωρίς να υπάρξει καμία τιμωρία – και φυσικά χωρίς να υπάρξει καμία έκρηξη ευαισθησίας από τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης».

Φυσικά, αυτές οι προσεγγίσεις ξεχνούν το βιοτικό επίπεδο, το διαφορετικό σημείο εκκίνησης δηλαδή, στο οποίο βρισκόταν η Κούβα πριν από τον Κάστρο. Ήταν η τρίτη πλουσιότερη χώρα της Αμερικής, μετά τις ΗΠΑ και τον Καναδά!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Συγκρίσεις χωρίς νόημα.

Είναι εύκολο από εδώ μακριά, ακόμη και από μια εικόνα που παίρνουμε σε ένα ολιγοήμερο ταξίδι, να κρίνουμε τη ζωή, τις προτεραιότητες, ακόμη και τα όνειρα ενός λαού. Καλό θα είναι να μη βιαζόμαστε.

Εξάλλου, η ιστορία μάς έδειξε ότι ποτέ και πουθενά δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Είναι, λοιπόν, θέμα ιεράρχησης των αξιών, τι έχει μεγαλύτερη σημασία για σένα και τι θεωρείς δευτερεύον. Τι είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις και για ποιο σκοπό.

Με μια μικρή υποσημείωση όμως. Δεν μιλάμε για μεμονωμένους ανθρώπους, αλλά για λαούς. Οι οποίοι πρέπει να αποφασίζουν για τη μοίρα τους συλλογικά. Και κυρίως, αν επιθυμούν να στερηθούν κάποια «αγαθά» έναντι άλλων, αυτό να ισχύει για όλους. Ανεξαιρέτως.

Επομένως η Ιστορία θα κρίνει και τον Κάστρο, όπως έκρινε και άλλους ηγέτες. Και να είστε σίγουροι πως δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε και πολύ. Οι ίδιοι οι πολίτες της Κούβας, πολύ σύντομα θα χαράξουν τον πραγματικό δρόμο που θέλουν να πάρουν στην σύγχρονη κοινωνία.

Αν νομίζετε ότι υπονοώ πως, μέχρι τώρα, η πορεία της χώρας τους δεν ήταν αυτή ακριβώς που θα επιθυμούσαν, τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα των πολιτών, δίκιο έχετε, αυτό ακριβώς θέλω να πω.

Αλλά, πάλι, μπορεί να κάνω και λάθος.
 Τελικά, όλοι κάποτε πεθαίνουν!

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

161128 ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Το ζήσαμε κι αυτό.

Μπλακ Φράιντεϊ, δηλαδή Μαύρη Παρασκευή. Και επειδή εμείς, ως Έλληνες, είμαστε σε όλα μας πιο… λαρτζ, ξεκινήσαμε καναδυό μέρες πιο μπροστά και θα επεκταθούμε καμιά εβδομάδα μετά.

Δεν είναι κακό πράγμα να παίρνεις ξένα έθιμα και, περνώντας τα μέσα από το δικό σου φίλτρο, να τα εξελληνίζεις. Αυτό κάναμε πάντοτε ως έθνος. Μόνο που, τις περισσότερες φορές, αυτό το «δικό μας φίλτρο» άφηνε να περάσει ό,τι το χειρότερο.

Θέλετε ένα πρόσφατο παράδειγμα που δεν προλάβαμε να το σχολιάσουμε; «Ο τίτλος Πρώτη Κυρία είναι αμερικανιά. Δεν τον υιοθετώ» δήλωσε η σύντροφος του πρωθυπουργού Μπέτυ Μπαζιάνα.

«Είμαι σύντροφος ενός ανθρώπου που ανέλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα την ευθύνη της χώρας. Άλλωστε, ο Αλέξης δε συστήθηκε στους πολίτες της χώρας ζητώντας την ψήφο τους, λέγοντας: Να η γυναίκα μου, να η οικογένειά μου, να τα παιδιά μου!» είπε σε συνέντευξή της.

Πρώτα πρώτα να εκφράσω τον θαυμασμό μου που είπε «σύντροφος» και όχι «συντρόφισσα»! Άριστα έπραξε βέβαια, διότι το σωστό είναι να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα με όλες τις δυνατότητες που αυτή μας δίνει.

Έπειτα, το έχουμε ξαναπεί, όλες οι περιστάσεις δεν είναι ίδιες και καλό είναι να προσαρμοζόμαστε στην εκάστοτε με τον πιο πρόσφορο τρόπο. Να, ας πούμε, είναι προφανές ότι για την κυρία Μπαζιάνα υπάρχουν καλές και κακές… «αμερικανιές».

Το να ονομάζεται η σύζυγος του πρωθυπουργού «πρώτη κυρία της χώρας» είναι μια κακή αμερικανιά, καλό είναι να μην την υιοθετούμε, σε αντίθεση με το να κάνουμε το όνομά μας από Περιστέρα… Μπέτυ, που είναι μια καλή τέτοια!

Έτσι, λοιπόν και με την Μαύρη Παρασκευή, που εμείς την φέραμε στα δικά μας γούστα και την προσαρμόσαμε στις δικές μας συνήθειες. Για παράδειγμα, οι περισσότερες εκπτώσεις που έκαναν τα καταστήματα που συμμετείχαν ήταν της πλάκας.

Θα μου πείτε δεν υπάρχει έκπτωση της πλάκας, η έκπτωση είναι έκπτωση. Όμως, σε περιπτώσεις σαν της Μαύρης Παρασκευής, δεν μπορείς να μην συγκρίνεις το τι έγινε εδώ με αυτό που συμβαίνει σε χώρες από όπου πήραμε την ιδέα.

Το άλλο πουλάκι:
Είχαμε και άλλη πρωτοτυπία.

Προκλήθηκε, λέει, μαζική κοπάνα των μαθητών από τα Σχολεία, προκειμένου να μπορέσουν να βρίσκονται πρωί πρωί μπροστά από τα μαγαζιά και να προλάβουν τις μεγάλες προσφορές, πριν εξαντληθούν τα αποθέματα.

Τις επόμενες μέρες δηλαδή, θα σπεύσουν οι γονείς να δικαιολογήσουν τις απουσίες των παιδιών τους, πιθανότατα ζητώντας και «χαρτιά» από γνωστούς τους γιατρούς, προκειμένου να είναι εντάξει απέναντι στο Σχολείο.

Έτσι είναι, είπαμε πως πρέπει να μας διακρίνει η αρετή της… διακρίσεως. Είναι άλλο, κακό πράγμα, να χάνονται μαθήματα για τις εκλογές στα υπηρεσιακά συμβούλια και άλλο, καλό αυτή τη φορά, όταν χάνονται για… να μη χαθούν οι ευκαιρίες.

Ας το δούμε όμως το φαινόμενο και λίγο σοβαρά, όπως έκανε η ΑΥΓΗ: «Μαυρίζοντας ακόμη πιο πολύ τη ζωή των εργαζομένων, μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων και παραρτήματα πολυεθνικών κολοσσών εισάγουν στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έναν θεσμό καταναλωτικού παροξυσμού. 

Σε μια εποχή που η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών έχει μετατρέψει την πλειονότητα των καταναλωτών σε “κυνηγό προσφορών”, τα πολυκαταστήματα εφαρμόζουν τον θεσμό της Black Friday σε μια προσπάθεια να ξεπουλήσουν το μεγάλο τους στοκ, το οποίο μόνο αυτές έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν, στοχεύοντας παράλληλα στον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό του μεριδίου των “μικρών” ανταγωνιστών τους».

Δίκιο έχει η καλή εφημερίδα. Κι εδώ μπορούμε να εφαρμόσουμε την αρχή τής α λα καρτ ανάγνωσης της πραγματικότητας. Διότι, το κυνήγι των προσφορών, ας πούμε, είναι ένα ισχυρό όπλο -αμυντικό πάντα- του καταναλωτικού κινήματος. Ή μήπως όχι; 

Από την άλλη, γιατί είναι κακό ο «καταναλωτής» -η λέξη από μόνη της εκφράζει κάτι αρνητικό, γι’ αυτό ας πούμε ο πολίτης- με τη μικρή αγοραστική δύναμη (εννοείται εξαιτίας των δύο πρώτων μνημονίων) να βρει κάτι σε πραγματικά φθηνή τιμή;

Κάτι που χρειάζεται στ’ αλήθεια, έτσι; Διαφορετικά, μετατρέπεται μόνος του από πολίτης σε καταναλωτή και το κρίμα στον λαιμό του.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τελικά υπάρχει ατομική ευθύνη;

Ο νέος είναι σε θέση να ψηφίζει την κυβέρνηση της χώρας του, αλλά δεν είναι ικανός να αντισταθεί στην καταναλωτική πρόκληση, την κοπανάει από το Σχολείο για να πάρει καινούριο φτηνό τάμπλετ.

Ο πολίτης, που σε άλλες περιπτώσεις θεωρείται «κυρίαρχος» και «ώριμος», μοιάζει να άγεται και να φέρεται σαν πρόβατο από τους μαέστρους που ενορχηστρώνουν τις καταναλωτικές συνήθειες, μετατρέποντάς τες ακόμη και σε έθιμα.

Φαίνεται όμως πως έτσι είναι η φύση του ανθρώπου. Έχει μέσα του κι αυτό και εκείνο, και τον πολίτη και τον καταναλωτή. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η αναζήτηση καταναλωτικών αγαθών ήταν τέτοια που πρώτα τα μεγάλα στελέχη του κόμματος υπέκυπταν σ’ αυτήν.

Είδατε; Μια Μαύρη Παρασκευή μάς έκανε να σκεφτούμε τόσα πράγματα και να θέσουμε τόσα ερωτήματα. Είναι τελικά ο καταναλωτισμός θέμα παιδείας και, αν δεν μπορεί να την δώσει στον άνθρωπο το Σχολείο (ή το κόμμα, μέσα από το Σχολείο), τότε από πού θα την πάρει;

Γεγονός είναι ότι, τώρα που ξεκίνησε το πράγμα, δεν σταματάει. Του χρόνου θα συμμετέχουν όλοι και έτσι θα μπορούμε να νιώθουμε πως είμαστε τυχεροί που αξιωθήκαμε να ζήσουμε την καθιέρωση ενός ακόμη «εθίμου».

Τις ουρές στα πολυκαταστήματα (μετά τις ουρές στα ΑΤΜ)!
 Εδώ άλλοι τρέχουν στη Βουλγαρία…

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

161125 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Πότε πρέπει να πηγαίνουν τα παιδιά μας στον στρατό;

Συγγνώμη, στον Στρατό ήθελα να πω, μην ξεχνάμε και τις παραδόσεις του Έθνους. Το ερώτημα είναι κάπως στραβά διατυπωμένο, διότι μπορεί να μπερδευτεί κάποιος και να απαντήσει «να πηγαίνουν το καλοκαίρι, που κάνει λιγότερο κρύο και δεν χρειάζεται ζεστό νερό για το μπάνιο».

Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ σε ποια ηλικία πρέπει να στρατεύονται τα παιδιά μας -συγγνώμη, και πάλι- τα αγόρια μας ήθελα να πω, αφού παιδιά είναι (σε πείσμα πολλών, κυρίως πατεράδων) ΚΑΙ τα κορίτσια.

Η συζήτηση προέκυψε ξαφνικά, μετά την… προσέγγιση του Καμμένου με τον Μητσοτάκη και τον Άδωνι, για το θέμα αυτό, της ηλικίας της στράτευσης. Άρχισε ένας διάλογος, με ό,τι αποκαλούμε διάλογο στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Πριν σας πω την άποψή μου, θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό. Κάποτε συζητούσαν μπροστά σε τρίτους δυο φίλοι, παντρεμένοι (όχι μεταξύ τους), και ο ένας εξέφραζε τον θαυμασμό του στον άλλο, ο οποίος είχε στείλει το παιδί και τη σύζυγο στην πεθερά του και έκανε «διακοπές» εδώ μόνος.

«Μπράβο, ρε θηρίο, σε θαυμάζω! Πώς τα καταφέρνεις και είσαι τόσο ανεξάρτητος;» Τον θαυμασμό τους εξέφρασαν και οι υπόλοιποι της παρέας.
Ο άλλος, αντί να απαντήσει, είπε: «Παιδιά, θα σας ρωτήσω κάτι. Έχετε σκεφτεί ποτέ για ποιο λόγο μας παίρνουν φαντάρους 18 ετών;»

Οι άλλοι δεν κατάλαβαν πού πήγαινε η κουβέντα και δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. «Θα σας πω εγώ», συνέχισε ο πρώτος. «Διότι, άμα πας στο στρατό μεγάλος, ώριμος, είναι πολύ δύσκολο να μπορέσουν να σε… πηδήξουν. Συμφωνείτε;»

Συμφώνησαν, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν;
«Ε, λοιπόν», συνέχισε τότε ο δικός μας, «σας θυμίζω ότι εγώ δεν παντρεύτηκα στα είκοσι πέντε όπως εσείς, αλλά μεγαλύτερος από σαράντα ετών».

Έτσι ακριβώς είναι, όμως την ιστορία σάς την είπα για δύο λόγους. Ο ένας, προφανής. Όσο μεγαλύτερος στρατεύεσαι τόσο λιγότερα σηκώνεις, τόσο πιο δύσκολα… «ψαρώνεις», για να θυμηθούμε λίγο και τη φανταρίστικη διάλεκτο.

Ο άλλος είναι ότι πάντοτε οι νέοι στρατεύονταν στα 18 τους χρόνια! Όλοι οι νέοι; Φυσικά… όχι. Μόνον εκείνοι που δεν μπορούσαν να… χτυπήσουν κάποια αναβολή. Οτιδήποτε, λοιπόν λέμε για τα θετικά ή τα αρνητικά της στράτευσης σε μικρή ηλικία, πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτό το γεγονός.

Το άλλο πουλάκι:
Πότε, λοιπόν, πρέπει να στρατεύονται οι νέοι;

Η προφανής απάντηση είναι ΠΟΤΕ!
Παρόλο που ο Στρατός είναι ένας θεσμός που τον συναντάμε από αρχαιοτάτων χρόνων, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι έχει μια πραγματική χρησιμότητα.

Εννοώ χρησιμότητα αφ’ εαυτής. Η όποια ανάγκη ύπαρξης του Στρατού -τέρμα η πλάκα- του στρατού είναι το γεγονός ότι… έχουν στρατό και οι «απέναντι». Αν δεν είχαν εκείνοι, ποτέ δεν θα λέγαμε εμείς ότι ο στρατός είναι καλό πράγμα, άρα ας αποκτήσουμε.

Εξάλλου, δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση που έδωσε ένας λοχίας στον λοχαγό του, όταν εκείνος προσπαθούσε να του δείξει τα «ευεργετήματα της στράτευσης»:
«Κύριε λοχαγέ, αν ο στρατός ήταν τόσο καλός όσο μας λέτε, στους απείθαρχους θα ρίχνατε καμπάνα… μείωση θητείας. Δεν θα μας… φυλακίζατε να υπηρετούμε περισσότερες μέρες!»

Για να επανέλθουμε όμως στο… πραγματικό ερώτημα, αφού πρέπει να υπηρετούν οι νέοι και μια στρατιωτική θητεία, πότε είναι καλύτερο να στρατεύονται, μόλις τελειώνουν το λύκειο ή όποτε τους φωτίσει ο Θεός;

Μια απάντηση που θέλει να βλέπει την πραγματικότητα δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη της δύο γεγονότα. Πρώτον ότι η χώρα έχει έλλειψη νέων ανδρών για να φρουρείται επαρκώς, επομένως πρέπει να περιοριστούν, να μηδενιστούν θα έλεγα, οι κοπάνες.

Αν είναι να έχουμε στρατό, να υπηρετούμε όλοι ανεξαιρέτως. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με την υπάρχουσα κατάσταση ενός συστήματος διαρκών αναβολών. Έτσι, πάντοτε κάποιοι θα βρίσκουν τρόπο να ξεγλιστρούν.

Το δεύτερο είναι ότι η θητεία καταλαμβάνει πλέον (μόνον) εννέα μήνες. Που πάει να πει, μόλις παρουσιάζεσαι, μετράς μέρες για να απολυθείς. Ο χρόνος που χάνει (κυριολεκτικά τώρα) ένας νέος είναι όσο το να δίνει δεύτερη φορά πανελλήνιες. Πόσοι δεν το κάνουν;

Δηλαδή δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι «η στρατιωτική θητεία στα 18 κόβει στη μέση τη ζωή ενός νέου ανθρώπου και του χαλάει όλο τον προγραμματισμό για τις σπουδές και την επαγγελματική του καριέρα». Αυτό μάλλον ισχύει αν παρουσιαστεί αργότερα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αν…

Επομένως, πού καταλήγουμε; Στράτευση στα 18, εδώ και τώρα;
Πρώτα πρώτα, όπως είπαμε και πριν, το σύνθημα απλώς θα ήταν «στράτευση στα 18 για όλους». Παρόλα αυτά όμως, μακριά από εμάς τέτοιες… βίαιες στρατολογήσεις!

Εγώ θα έλεγα να αφήσουμε τον νέο να αποφασίσει, όμως… να αφήσουμε ΤΟΝ ΝΕΟ να αποφασίσει. Όχι τον μπαμπά του και, κυρίως, τη μαμά του. Αν θεωρούμε ότι είναι ώριμος -που το θεωρούμε, αφού του δίνουμε δικαίωμα ψήφου- ας τον αφήσουμε να προγραμματίσει τη ζωή του.

Με δύο δεδομένα. Το πρώτο ότι ένας σύγχρονος στρατός δεν χρειάζεται μόνο πιτσιρικάδες για να τρέχουν και… να υπακούν, αλλά και ώριμους άντρες με γνώσεις και μόρφωση, που να μπορούν να την αξιοποιήσουν στις νέες «συνθήκες πολέμου».

Το δεύτερο ότι πρέπει να γίνει σαφές στα παιδιά πως δεν θα υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος να αποφύγει κάποιος τη στρατιωτική του θητεία. Όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι.

Ε, από ‘κει και πέρα, ό,τι πει και ο Πάνος!
 Παιδομάζωμα!

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

161124 ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια!

Ξέρετε, τις παροιμίες τις αντιμετωπίζουμε συνήθως βλέποντας τη μεταφορά, το σχήμα λόγου που υπάρχει πίσω από αυτό που μας λένε κυριολεκτικά. Δεν μπορούμε, δηλαδή να φανταστούμε πως η συγκεκριμένη παροιμία μιλάει για… κάποιο χωριουδάκι μέσα σε ένα δάσος!

Για παράδειγμα την έχω ακούσει πρόσφατα στις πολιτικές αναλύσεις, τόσο όταν η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου δημιούργησε το δικό της μικρό κόμμα, όσο και κατά τον περίφημο αδιέξοδο «διάλογο» της Κεντροαριστεράς, τρομάρα της.

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε το χαρακτηριστικό φαινόμενο της «διάσπασης» του μικρού σε μικρότερα ή της «αποτυχίας συνένωσης» των μικρότερων σε κάτι μεγαλύτερο. Αυτό το παρατηρούμε από παλιά στην πολιτική και έχει μάλιστα χαρακτηριστεί ως η ασθένεια της Αριστεράς.

Το παρατηρούμε όμως και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, όταν, ας πούμε, ένας μικρός σύλλογος διασπάται σε άλλους μικρότερους ή όταν από ένα αθλητικό σωματείο αποχωρίζονται κάποιοι παραπονεμένοι για να δημιουργήσουν το δικό τους.

Σας ξαναθυμίζω το γνωστό αστείο που λέγαμε μικροί:
-Τι κάνει ένας Μεξικανός; Κοιμάται!
-Τι κάνουν δύο Μεξικανοί; Επανάσταση!
-Τι κάνουν τρεις Μεξικανοί; Ο ένας κοιμάται και οι δύο κάνουν επανάσταση!

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και την ελληνική κοινωνία και ευτυχώς που η νομοθεσία προβλέπει πως πρέπει να μαζευτούν είκοσι άνθρωποι για να δημιουργήσουν μια νέα «συλλογικότητα», για να έχει τουλάχιστον νομική υπόσταση.

Διαφορετικά, θα είχαμε γεμίσει συλλόγους και σωματεία του ενός και των δύο μελών. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» και εμείς ήμασταν πάντοτε λίγοι, χωρίς ευτυχώς να καταφέρουμε να εκμηδενιστούμε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουμε αιώνες τώρα.

Και ας με συγχωρήσει ο Μπαρμπα-Γιάννης για την αυθαίρετη παράφραση των λόγων του. Διότι, κατά την ταπεινή μου γνώμη,  τα μεγαλύτερα θεριά από εκείνα που πολεμούν, «αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα», να μας φάνε και δεν μπορούνε, που «τρώνε από μας και μένει και μαγιά», δεν είναι άλλα από… τους εαυτούς μας. 

Το άλλο πουλάκι:
«Κάποιο χωριουδάκι μέσα σε ένα δάσος»!

Πόσο μικρό όμως πρέπει να είναι αυτό το χωριουδάκι, πόσα είναι επιτέλους τα «λίγα σπίτια» που αποτελούν «κακό χωριό» και με τι κριτήρια έχει επιλεγεί ο αριθμός αυτός; Ας πούμε αρκούν καμιά πενηνταριά σπίτια ή μήπως πρέπει να είναι περισσότερα από  εκατό;

Κατ’ αρχάς, φαντάζεστε πενήντα σπίτια κτισμένα σε τουλάχιστον είκοσι πέντε στρέμματα μέσα σε ένα δάσος; Εννοώ ένα δάσος χαρακτηρισμένο από το νόμο ως τέτοιο; Πώς βρέθηκαν εκεί;

Ποιοι τα έκτισαν και με ποιες διαδικασίες πήραν την άδεια; Αν πάλι δεν τους έχει δοθεί άδεια για κάτι τέτοιο, γιατί εξακολουθούν τα σπίτια αυτά να υπάρχουν εκεί και να σχηματίζουν αυτό το… «κακό», μικρό χωριό;

Τώρα ανοίξτε λίγο την εικόνα και τα πενήντα σπίτια κάντε τα εκατό. Μάλιστα κτισμένα μέσα σε μια έκταση εκατό στρεμμάτων (μη ψάχνετε, είναι ένα κτήριο ανά χίλια τετραγωνικά). Μιλάμε ακόμη για «λίγα σπίτια»;

Και, αν τα σπίτια γίνουν περισσότερο από «λίγα», αν γίνουν… τετρακόσια; Αν η έκταση, το δάσος μέσα στο οποίο έχουν κτιστεί, είναι πάνω από οκτακόσια στρέμματα, δηλαδή το κάθε σπίτι σε δυο χιλιάδες τετραγωνικά; Τότε μήπως το χωριό παύει να είναι μικρό, άρα και κακό;

Οι αριθμοί που επέλεξα δεν είναι τυχαίοι (επομένως δεν τους επέλεξα), αλλά υπάρχουν στον νόμο 4389/2016 που προβλέπει με ποιο τρόπο ορίζονται οι «οικιστικές πυκνώσεις», δηλαδή οι δασικές περιοχές που έχουν οικοδομηθεί από καταπατητές με… αυθαίρετο τρόπο.

Με βάση κάτι τέτοια «νούμερα», οι κατά τόπους δήμοι πρέπει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2017 να χαρτογραφήσουν τις καταπατημένες περιοχές και να τις παρουσιάσουν με «ιώδες» χρώμα πάνω στους δασικούς χάρτες της περιοχής τους.

Στη συνέχεια, οι χάρτες αυτοί θα σταλούν στο υπουργείο Περιβάλλοντος για την «περιβαλλοντική και την πολεοδομική τους διαχείριση»! Μέχρι τότε όμως, τα αυθαίρετα που βρίσκονται εντός δασικών εκτάσεων εξακολουθούν να υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.

Δηλαδή θα πρέπει να κατεδαφίζονται!
Ελάτε, τώρα, εσείς φαντάζεστε ότι μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο; Στην Ελλάδα ζούμε. Εδώ προχθές πήγαν να κατεδαφίσουν δυο τέτοια αυθαίρετα και έγινε το έλα να δεις!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και δεν ήταν ακριβώς τέτοια!

Η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής έψαξε και βρήκε (!) δυο αυθαίρετα –προσέξτε- «ακατοίκητα και ημιτελή, σε αραιοκατοικημένη περιοχή», δυο γιαπιά δηλαδή, για τα οποία μάλιστα υπήρχε και τελεσίδικη απόφαση κατεδάφισης.

Προκειμένου να απορροφήσει και κάποια από τα 120.000 ευρώ που προορίζονται για την κατεδάφιση αυθαιρέτων σε δάση και αιγιαλούς, έστειλε τις μπουλντόζες να τα κατεδαφίσουν.

Τα συνεργεία όμως είχαν αυτή τη φορά να αντιμετωπίσουν, εκτός από τις συνήθεις ύβρεις και τις απειλές των «αυθαιρετούχων», και το επιχείρημα ότι ο Δήμος Σαλαμίνας δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τους χάρτες με τις οικιστικές πυκνώσεις.

Έτσι, οι εκπρόσωποί τους (των αυθαιρετούχων, ντε) οι οποίοι σύμφωνα με το ρεπορτάζ επικαλέστηκαν -μην εκπλαγείτε- τοπικούς βουλευτές και συμβούλους υπουργών, ζήτησαν να σταματήσουν οι κατεδαφίσεις.

«Αν η πολιτεία επιθυμεί να σταματήσει τις κατεδαφίσεις στα δάση για τα επόμενα χρόνια, μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει με τις “οικιστικές πυκνώσεις”, πρέπει να μας το δηλώσει, ειδάλλως εμείς πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας», δήλωσε η γενική γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Η ίδια φαίνεται να επιθυμεί να συνεχιστεί η εφαρμογή του νόμου που προβλέπει τις κατεδαφίσεις, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του χρόνου.
Διαφορετικά θα χαθούν και τα 120 χιλιάρικα! 

Αργότερα βλέπουμε…
 Και τα πολλά σπίτια, 
πάλι κακό χωριό είναι!

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

161123 ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή!

Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που έχει και τις εξαιρέσεις του, όπως όλοι οι κανόνες. Ή σχεδόν όλοι. Διότι και αυτός ως κανόνας (μπορεί ή πρέπει να) έχει εξαιρέσεις, άρα πιθανόν να υπάρχουν και κανόνες που δεν έχουν εξαιρέσεις, άρα…

Τέλος πάντων. Αν ως «δουλειά» ορίσουμε την… προσφορά έργου με αμοιβή, τότε το να πουλάς, ας πούμε, ναρκωτικά ή να εκτελείς συμβόλαια θανάτου δεν είναι και ό,τι πιο τιμητικό. Παρόλο που και αυτές τις «δουλειές» κάποιοι πρέπει να τις κάνουν! Ή όχι;

Αν όμως τα συγκεκριμένα παραδείγματα είναι κραυγαλέα, υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι και τόσο εμφανές αν μιλάμε για κάποια δουλειά ντροπιαστική, ή για μια συνηθισμένη εργασία.

Πολλές φορές δεν το γνωρίζει ούτε αυτός που την κάνει, διαφορετικά πιθανότατα να μην την επέλεγε. Έρχεται όμως μια μέρα που αποκαλύπτεται η αλήθεια και τότε αισθάνεται ντροπή, κυρίως όμως απογοήτευση.

Ο λόγος είναι η διαπίστωση πως τόσον καιρό δεν πληρωνόταν γι’ αυτό που νόμιζε, για τα προσόντα του ή για την καλή του απόδοση, αλλά γιατί έκανε κάτι που εξυπηρετούσε τους εργοδότες του, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει.

Φανταστείτε, ας πούμε, έναν μεταφορέα. Κλείνει μια καλή δουλειά, στην οποία προσλαμβάνεται επειδή, όπως του λένε, είναι πολύ καλός έμπειρος οδηγός. Του ζητούν να μεταφέρει φορτία με «μπάζα» από μια περιοχή σε μια άλλη.

Η αμοιβή είναι ικανοποιητική και το ωράριο όχι ιδιαίτερα δύσκολο.  Ο άνθρωπος είναι ικανοποιημένος από τη δουλειά του και αισθάνεται περήφανος που μπορεί να ζει την οικογένειά του από αυτή.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζει τι ακριβώς μεταφέρει σε κάθε δρομολόγιο. Όταν κάποτε ανακαλύψει πως το εμπόρευμα δεν ήταν τόσο αθώο όσο νόμιζε, πως στην πραγματικότητα κουβαλούσε, ας πούμε, επικίνδυνα απόβλητα, τότε ίσως μετανιώσει.

Όχι μόνο επειδή συμμετείχε σε κάτι που δεν ήταν εντελώς νόμιμο, αλλά επειδή θα καταλάβει ότι δεν πληρωνόταν τόσο για τη δουλειά όσο για την αφέλειά του. Έκανε πρόθυμα κάτι για το οποίο δεν βρίσκεις εύκολα… πρόθυμους!

Το άλλο πουλάκι:
Τι θες και τα σκαλίζεις;

Συνήθως τα πράγματα μένουν όπως είναι, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση, εκτός κι αν συμβεί κάποιο… ατύχημα. Τότε αποκαλύπτεται το είδος της εργασίας και όλοι πέφτουν από τα σύννεφα.

Οι εργοδότες βέβαια κάνουν το κορόιδο και εκείνος που πληρώνει τη νύφη είναι ο εργαζόμενος, που δεν μπορεί να πείσει για το αθώο των προθέσεών του, ότι δηλαδή δεν είχε αντιληφθεί την πραγματική φύση της εργασίας.

Αυτός είχε όλες τις καλές προθέσεις να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και με τη δουλειά του να βοηθήσει στο να δημιουργηθεί ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας. Αν μάλιστα δεν είχε συμβεί το… ατύχημα, τώρα θα συνέχιζε αμέριμνος το έργο του.

Ξέρετε τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Αν ο εργαζόμενος είχε βεβαρυμμένο παρελθόν (ακόμα κι αν αυτό ήταν βεβαρυμένο ή και βεβαρημένο), αν δηλαδή ήταν μπλεγμένος και σε άλλες σκοτεινές δουλειές, τότε πέφτουμε επάνω του να τον φάμε.

Χάνει αυτοδίκαια το τεκμήριο της αθωότητας και το ελαφρυντικό της αφέλειας και θεωρείται τουλάχιστον συνένοχος, αν όχι αποκλειστικός ένοχος για τη βρομοδουλειά.

Αν όμως ο εργαζόμενος είχε καλό όνομα, ήταν καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος με… έντιμο πρότερο βίο, τότε η ευθύνη πέφτει αποκλειστικά στα κακά αφεντικά. Αυτόν τον πιστεύουμε και του συγχωρούμε την αφέλεια, που στο κάτω κάτω δεν είναι και έγκλημα.

Όπως για παράδειγμα έγινε με τον Άρη Δαβαράκη! Η αφέλεια του οποίου είναι εμφανής και από το γεγονός ότι βγήκε ο ίδιος και ομολόγησε πως του είχε ανατεθεί, και ο ίδιος είχε αναλάβει ευχαρίστως, μια βρώμικη δουλειά.

Δημοσιογραφούσε (αν αυτός είναι ο ενδεδειγμένος όρος) σε ένα σάιτ, αμειβόμενος από το γραφείο του κυρίου Παπά, έχοντας ως αποστολή να βοηθήσει κι αυτός στην απομάκρυνση του «παλιού» από την εξουσία και στην εγκαθίδρυση του «νέου».

Δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, επιτίθετο σε ΠαΣοΚ και Νέα Δημοκρατία και λιβάνιζε τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να έρθει αυτός στη εξουσία. Αυτά μόνο με χίλια ευρώ τον μήνα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Είπαμε όμως, είναι ο Άρης Δαβαράκης.

Της… μπαλάντας των αισθήσεων και των παραισθήσεων. Τις οποίες έπαψε –καθ’ ομολογίαν του- να έχει, μόλις είδε μπροστά του τις κλειστές τράπεζες, το φάντασμα της χρεοκοπίας, και την έξοδο της χώρας από το ευρώ.

Πήρε λοιπόν θέση στο δημοψήφισμα υπέρ τού ΝΑΙ και τότε, σαν να μην έφταναν τα capital controls, κόπηκε και το χιλιάρικο του κ. Παπά και έτσι… χάλασε η δουλειά. Ήταν το «ατύχημα» για το οποίο σας λέγαμε πριν.

Τότε συνειδητοποίησε και ο Άρης Δαβαράκης ότι η –πώς να την πω;- πρόσληψή του στη… δημοσιογραφική δουλειά δεν έγινε με βάση τα προσόντα ή το ταλέντο του, αλλά, κυρίως, επειδή ήταν πρόθυμος να γράφει εκείνα τα οποία ήθελε η… εργοδοσία. (Τι βαρύς τίτλος!)

Οποία απογοήτευσις! Του μένει όμως η παρηγοριά ότι η κοινωνία, δηλαδή το φέισμπουκ και το τουίτερ, δεν του φέρθηκαν με τη σκληρότητα που αντιμετώπισαν άλλους. Θέλετε ο «πρότερος έντιμος βίος», θέλετε το ελαφρυντικό της αφελείας, θέλετε ότι τελικά πήγε με το ΝΑΙ…

Έτσι είναι. Η ορθόδοξη παράδοσή μας επιτάσσει την αρχή της διακρίσεως. Ας την ακολουθούμε, δεν είναι κακό.
 Στη λάθος πλευρά! 

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

161122 ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Τηλεόραση εναντίον διαδικτύου!

Το σύντομο χθεσινό μας «αφιέρωμα» στην Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης έφερε μια κουβέντα για τον ρόλο που αυτή εξακολουθεί να παίζει, στην εποχή του διαδικτύου, δηλαδή τη σημερινή εποχή.

Πολλοί είναι πλέον οι άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι το διαδίκτυο έχει καταστήσει (σχεδόν) περιττή την τηλεόραση. Διάβαζα μάλιστα τις προάλλες το σχόλιο ενός δημοσιογράφου ο οποίος έλεγε ότι είχε μήνες να ανοίξει την τηλεόρασή του.

Είχε αντικαταστήσει πλήρως την τηλεοπτική συσκευή με τον υπολογιστή. Από αυτόν ενημερωνόταν και με αυτόν ψυχαγωγούνταν, επιλέγοντας τι θα δει και πότε θα το κάνει, μέσα από την τεράστια γκάμα ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών που προσφέρει το διαδίκτυο.

Ωραία, μπορεί όμως μια τέτοια συμπεριφορά να γενικευθεί; Όχι, βέβαια, τουλάχιστον για την ώρα. Και η ώρα έχει να κάνει με τη φύση του Μέσου, αλλά και με τις δυνατότητες των χρηστών να το αξιοποιούν.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μπορεί κάποιοι άνθρωποι (και εμείς μέσα σ’ αυτούς) να έχουν τον υπολογιστή ως το πρώτο μέσο επικοινωνίας τους με τον κόσμο, αυτόν να ανοίγουν πρωί πρωί μόλις ξυπνήσουν, όμως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί κανόνα.

Στα περισσότερα σπίτια είναι το χαρακτηριστικό φως της τηλεοπτικής οθόνης εκείνο που εισάγει την οικογένεια στο πρόγραμμα της ημέρας. Βλέπετε, η τηλεόραση έχει κι ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων Μέσων.

Μπορείς να την παρακολουθείς ενώ ετοιμάζεσαι για τη δουλειά, ενώ παίρνεις το πρωινό σου, ενώ ξυρίζεσαι ή κάνεις το μπάνιο σου. Εννοώ να ακούς τις πρωινές ειδήσεις ή τις συζητήσεις (ο Θεός να τις κάνει) στο στούντιο, χωρίς να χρειάζεται να είσαι μπροστά στην οθόνη.

Βέβαια, το διαδίκτυο έχει άλλα πλεονεκτήματα. Μπροστά σου ανοίγεται κυριολεκτικά ολόκληρος ο κόσμος κι έχεις εσύ το πάνω χέρι στις επιλογές που θα κάνεις για την ενημέρωσή σου.

Μην νομίζετε όμως ότι αυτές τις αξιοποιούμε πλήρως. Θα διαπιστώσατε κι εσείς ότι, μετά από μια «νεανική» περίοδο άσκοπων περιπλανήσεων στο διαδίκτυο, τελικά καταλήγουμε σε πολύ συγκεκριμένες πηγές και… κανάλια τα οποία επιλέγουμε για την ενημέρωσή μας.

Το άλλο πουλάκι:
Εκτός αν μας στείλουν αλλού κάποιοι «φίλοι»!

Δεν εννοώ όμως αυτή την περιπλάνηση, που αφορά συνήθως στου κόσμου τα περίεργα. Αν επικεντρωθούμε στη δημοσιογραφική κάλυψη και στον σχολιασμό των γεγονότων, θα δείτε πως ο καθένας μας έχει κατασταλάξει στις διαδικτυακές πηγές τις οποίες εμπιστεύεται και προτιμά.

(Το ένα δεν ταυτίζεται με το άλλο! Μπορεί να επισκεπτόμαστε, δηλαδή να προτιμάμε, και κάποια σάιτ, χωρίς όμως να τα εμπιστευόμαστε κιόλας. Ίσως το κάνουμε από περιέργεια ή κουτσομπολίστικη διάθεση, ή απλώς ίσως αποτελεί παλιά συνήθεια που δεν την ξεπεράσαμε.)

Όπως άλλωστε κάνουμε και με τα κανάλια της τηλεόρασης. Όσο κι αν κατηγορούνται κάποια ακόμη κι από εμάς τους ίδιους, όσο κι αν πιστεύουμε ότι η ενημέρωση που παρέχουν είναι φιλτραρισμένη από δικά τους φίλτρα πολλών σκοπιμοτήτων, πάλι από αυτά «ενημερωνόμαστε».

Βλέπετε, εκτός από το περιεχόμενο, παίζει μεγάλο ρόλο και ο τρόπος με τον οποίο θα το σερβίρεις και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τόσο οι υπεύθυνοι των καναλιών όσο και οι σχεδιαστές των διαδικτυακών σελίδων.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί αστέρες είναι οι παρουσιαστές των ειδησεογραφικών εκπομπών και των δελτίων ειδήσεων! Έστω, κάποιοι από τους μεγαλύτερους, αφού συναγωνίζονται  εκείνους των «κουτσομπολίστικων» εκπομπών.

Μπαίνουν στο σπίτι μας κάθε μέρα, μας κοιτούν κατά πρόσωπο και μας λένε τι συμβαίνει στον κόσμο (σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις), τι μας απειλεί (συνήθως) ή σε τι να ελπίζουμε (σπανίως).

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν τις αγαπημένες τηλεοπτικές περσόνες των μοναχικών και των υπερηλίκων, όσων δηλαδή δεν μπορούν εύκολα να επικοινωνήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω άλλων πηγών.

Γι’ αυτό μιλήσαμε στην αρχή όχι μόνο για τη φύση τού κάθε μέσου, της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αλλά και τη δυνατότητα των χρηστών να το αξιοποιούν. Δεν γνωρίζουμε δηλαδή πώς θα εξελιχθεί αυτός ο ανταγωνισμός σε λίγα χρόνια.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι θα γίνει σε λίγα χρόνια;

Πρώτα πρώτα το διαδίκτυο και οι τηλεόραση θα… ταυτιστούν, ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα. Δηλαδή θα μπορούμε να παρακολουθούμε όλο το τηλεοπτικό πρόγραμμα μέσω διαδικτύου, όποια στιγμή το επιθυμούμε εμείς.

Επίσης η τηλεοπτική συσκευή θα αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού μας, αφού μέσω αυτής πλέον θα επικοινωνούμε με τον κόσμο αλλά και με τους φίλους μας.

Το κυριότερο όμως είναι ότι κάθε μέρα θα φεύγουν από τη ζωή και περισσότεροι άνθρωποι από εκείνους που είναι τελείως εξοικειωμένοι με την τηλεόραση, αλλά καθόλου με το διαδίκτυο. Αυτό σημαίνει και ότι θα γερνάμε εμείς, οι κάπως νεότεροι, που το θέμα της τεχνολογίας «το έχουμε» λίγο καλύτερα.

Αν και έχουν δει εμένα τα μάτια μου κάτι παππούδες και κάτι γιαγιάδες που δεν τους πιάνεις στο θέμα της τεχνολογίας. Παίζουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα και τα κινητά και τα τάμπλετ και τα πληκτρολόγια των υπολογιστών.

Δεν αποτελούν όμως τον κανόνα. Και ο κανόνας λέει πως αυτή η γενιά που… αποχωρεί σιγά σιγά θα στηρίζει μέχρι το τέλος την τηλεόραση, συχνά μοναδική τους συντροφιά τις ατέλειωτες μέρες της μοναξιάς, που δεν χτυπάει ούτε το τηλέφωνο.

Αργότερα βλέπουμε…
 Πραγματικά σκληρή μονομαχία!

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

161121 ΗΜΕΡΗΣΙΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Άλλη μια Παγκόσμια Ημέρα.

Σιγά το νέο θα μου πείτε. Αν το καλοψάξεις, σχεδόν κάθε ημέρα του έτους είναι αφιερωμένη κάπου. Στα πιο απίθανα πράγματα έχουμε αφιερώσει ημέρες, για δύο κυρίως λόγους. Είτε για να θυμόμαστε πόσο σπουδαία είναι, είτε για να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για τη σωτηρία τους, επειδή κινδυνεύουν.

Πρόκειται για ένα μοντέρνο εορτολόγιο, που, όπως κι εκείνο της εκκλησίας, έχει τις μεγάλες και τις μικρές του «γιορτές». Εκείνες που τις γνωρίζουμε όλοι και τις άλλες που τις αντιλαμβάνονται μόνο εκείνοι που γιορτάζουν μαζί τους.

Ευτυχώς που υπάρχουν και το διαδίκτυο, όπως και η τηλεόραση, για να μας θυμίζουν αυτές τις μικρότερες γιορτές, πληροφοριακά, μπας κι έχουμε κι εμείς κάποιον γνωστό που γιορτάζει, ή μπας και ανήκουμε σε κάποια ομάδα που έχει λόγο να τις τιμά.

Είπα όμως τηλεόραση… Σήμερα είναι η δική της Παγκόσμια Ημέρα και, προφανώς, όλοι έχουμε μικρότερους ή μεγαλύτερους λόγους να την τιμούμε. Γιατί όμως; Για τον απλό λόγο ότι αυτή αποτελεί το σημαντικότερο ενοποιητικό στοιχείο μιας κοινωνίας.

Και αυτό ισχύει είτε πρόκειται για μια μικρή τοπική κοινωνία, είτε για εκείνη ενός έθνους, είτε για την μεγάλη κοινωνία που την αποκαλούμε «παγκόσμιο χωριό». Μην ξεχνάτε ότι η τηλεόραση μάς έφερε αυτό τον όρο πολύ πριν τον χρησιμοποιήσουμε με την ανάπτυξη του διαδικτύου.

Για να το καταλάβουμε αυτό καλύτερα, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα τοπικά, τα περιφερειακά -τώρα μπορούμε και βλέπουμε αρκετά τέτοια- και τα εθνικής εμβέλειας κανάλια. Η κάθε μια ομάδα βοηθά στην ένταξη των τηλεθεατών σε ένα μεγαλύτερο σύνολο.

Τα τοπικά όμως κανάλια, εκείνα ενός νομού ή μιας περιφέρειας, καλλιεργούν περισσότερο την αίσθηση τις εντοπιότητας και, όταν σ’ αυτήν ενυπάρχουν πολλές επιμέρους ομάδες, τότε η κυρίαρχη «καπελώνει» τις υπόλοιπες.

Αν, για παράδειγμα παρακολουθήσετε ένα κανάλι από την περιοχή της Θράκης, θα διαπιστώσετε ότι στο πρόγραμμά του κυριαρχούν εκπομπές αφιερωμένες στο θρακιώτικο στοιχείο. Μια εύκολη δικαιολογία είναι «αυτά γίνονται στον συγκεκριμένο τόπο, αυτά μεταδίδει η τηλεόραση».

Το άλλο πουλάκι:
Ευτυχώς υπάρχουν και τα κανάλια εθνικής εμβέλειας.

Διαφορετικά θα ήμασταν κλεισμένοι οι κάτοικοι κάθε περιοχής στον δικό μας μικρόκοσμο. Οι Κρητικοί θα ασχολούνταν μόνο με την Κρήτη, οι Ηπειρώτες με την Ήπειρο και εμείς εδώ με… τον Πόντο.

Σκεφθείτε μόνο τον ρόλο που έπαιξε η τηλεόραση στο να επικρατήσει μια διάλεκτος σε πανελλήνια κλίμακα, ώστε να μπορούμε τουλάχιστον να συνεννοούμαστε μεταξύ μας και να μην μοιάζουμε με την «Βαβυλωνία» τού Δημητρίου Βυζάντιου.

Θα μου πείτε καλό είναι αυτό; Βεβαίως. Διότι, η επικράτηση μιας πανεθνικής διαλέκτου δεν προϋποθέτει την εξαφάνιση των κατά τόπους τέτοιων. Αντίθετα, ο γλωσσικός πλούτος που εκείνες παράγουν μπορεί να εμπλουτίζει την κοινή, η οποία είναι απαραίτητη και για το αίσθημα πως όλοι ανήκουμε σε κάτι μεγαλύτερο από το χωριό ή τον νομό μας.

Και δεν είναι μόνο η γλώσσα. Είναι και ένα σωρό άλλα στοιχεία του πολιτισμού, από τη μουσική και τη μαγειρική, μέχρι τη μόδα και τον αθλητισμό. Σκεφθείτε μόνο πόσοι Έλληνες έμαθαν να παρακολουθούν μπάσκετ και αγάπησαν αυτό το άθλημα χάρη στην τηλεόραση.

Ο σπουδαίος αυτός ρόλος που έχει το πιο διαδεδομένο Μέσο στον πλανήτη, του αναθέτει και αυξημένες ευθύνες. Το γεγονός ότι μπαίνει σε κάθε σπίτι και προβάλλει το ίδιο πρόγραμμα για όλους ενέχει και πολλούς κινδύνους.

Συνήθως ρέπει προς το φτηνό και το εφήμερο, έχει την τάση να κολακεύει το κοινό της, να μεγεθύνει τα μειονεκτήματα των ανθρώπων, αφού εστιάζει κυρίως στα αρνητικά, να προσπερνά βιαστικά και επιφανειακά οτιδήποτε σημαντικό…

Βεβαίως υπάρχει πάντοτε ο κυρίαρχος τηλεθεατής (αυτό κι αν είναι λαϊκισμός!) με το πανίσχυρο τηλεχειριστήριο στο χέρι, που έχει την ευθύνη των επιλογών του. Ποιος μας λέει όμως ότι οι επιλογές δεν περιορίζονται στο, λίγο ως πολύ, παρόμοιο μενού που μας παρουσιάζουν τα κανάλια;

Έπειτα, όταν οι υπεύθυνοι των προγραμμάτων δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν το ελαφρύ από το γελοίο, γιατί θα είναι ικανός να το κάνει ο μέσος τηλεθεατής; Αφού, κακά τα ψέματα, αυτός είναι που καθορίζει, τελικά, την ποιότητα του τηλεοπτικού προϊόντος.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Διότι έχουμε και τις… μετρήσεις!

Αυτές είναι η καταστροφή της ποιότητας, αφού καθορίζουν το τηλεοπτικό μενού με βάση τις επιθυμίες και τις επιλογές του «μέσου τηλεθεατή». Ο οποίος, πέρα από το γεγονός ότι δεν διαθέτει το υπόβαθρο για κάτι τέτοιο, εκπαιδεύεται και κατάλληλα από τα ίδια τα κανάλια. Φαύλος κύκλος!

Όμως, τηλεόραση δεν είναι μόνο τα συγκεκριμένα τηλεοπτικά κανάλια που έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε στη χώρα μας. Η τηλεόραση είναι ένα προϊόν του παγκόσμιου (τεχνολογικού) πολιτισμού που με τη σειρά του συμβάλλει στην προώθηση του πολιτισμού συνολικά.

Αυτός φαίνεται πως ήταν και ο στόχος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που αποφάσισε τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα. Ήθελε «να ενθαρρύνει τις ανταλλαγές τηλεοπτικών προγραμμάτων μεταξύ των χωρών και ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με την ειρήνη, την ασφάλεια, τον πολιτισμό την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη».

Πάντως, αν ήταν στο δικό μας χέρι, θα προτείναμε την καθιέρωση μιας «Παγκόσμιας Ημέρας… Χωρίς Τηλεόραση», μιας ημέρας που, όσοι τη γιορτάζαμε, θα διαπιστώναμε ότι έχουμε πολύ περισσότερα πράγματα να κάνουμε από το να καθόμαστε στον καναπέ με το τηλεκοντρόλ αγκαλιά.
 Παγκόσμιες… νύχτες γιατί δεν υπάρχουν;