ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

161109 ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Πιο κότα δεν γίνεται»!

Με τη χαρακτηριστική αυτή φράση ένας φίλος προσπάθησε να περιγράψει τη στάση που κράτησε ο πρωθυπουργός κατά τον ανασχηματισμό, σε σχέση με την περίπτωση Νίκου Φίλη.

«Πιο κότα δεν γίνεται. Ο άνθρωπος που θα άλλαζε τη συντηρητική Ευρώπη της λιτότητας, που θα ανάγκαζε τις πανίσχυρες αγορές να χορεύουν στον δικό του ρυθμό, υποχώρησε μπροστά στις απαιτήσεις του Αρχιεπισκόπου και έφαγε τον υπουργό του, της Παιδείας».

Που, δηλαδή, εδώ που τα λέμε, δεν ξέρουμε και αν ο Αρχιεπίσκοπος απαίτησε κάτι τέτοιο ή ήταν μια… προσφορά -θυσία, επί το εκκλησιαστικότερον- του Αλέξη Τσίπρα, προκειμένου να μην χάσει τους πιθανούς εκλογικούς πελάτες (κούνια που τον κούναγε…) ενόψει των επερχόμενων εκλογών.

Στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι ο πρωθυπουργός κάνει πράξη τη ρήση του Ευαγγελίου, όπως τη διαβάζουμε στο κατά Λουκάν ιδ΄ 24: «πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί».

Θυμίζω ότι πρόκειται για την περίφημη «παραβολή του δείπνου», όπου ο οικοδεσπότης, απογοητευμένος και εξοργισμένος από την απροθυμία των εκλεκτών καλεσμένων του να προσέλθουν στο τραπέζι, προστάζει τον δούλο του να βγει «εις τας πλατείας και τας ρύμας της πόλεως» και να μαζέψει όσους βρει.

Εκείνος το έκανε και, παρόλο που έφερε στο σπίτι «και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς», ανέφερε στο κύριό του ότι «έτι τόπος εστί». Τότε ο αφέντης τον διέταξε: «έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου».

Δεν έχω δίκιο; Δεν θυμίζει η παραβολή αυτή τον τρόπο με τον οποίο ένα κόμμα, γνωστό για τον ελιτισμό του, αναζητά νέα εκλογική πελατεία, αδιαφορώντας αν αυτή αποτελείται από «εκλεκτούς»;

Διότι υποτίθεται πως η «Εκκλησία» (είπαμε, για δεσποτάδες πρόκειται, κακώς τους λέμε έτσι) και ένα «αριστερό κόμμα» (αυτό κι αν το λέμε κακώς έτσι) απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό. Ωστόσο, και η μία και το άλλο φαίνεται να μην αποκλείουν κανέναν.

Αν όμως αυτό, η υποδοχή πάντων, είναι για την Εκκλησία μια στάση αρχής –το έχουμε δει πάρα πολλές φορές στο Ευαγγέλιο- η αριστερά τι δουλειά έχει να αποζητά τη στήριξη της ιεραρχίας και να αναζητά την εκλογική της πελατεία εις τα οδούς, τας πλατείας και τας ρύμας του χριστιανισμού;

Το άλλο πουλάκι:
Μάζευε κι ας ειν’ και ρόγες!

Αυτή είναι η πολιτική όσων κομμάτων διεκδικούν την κυβέρνηση και όχι μόνο αυτών. Δεν τους ενδιαφέρει από πού προέρχονται οι ψηφοφόροι τους, δεν εξετάζουν τους λόγους που τους οδηγούν στην κομματική τους αυλή.

Ακόμη και έτσι να είναι όμως, υποτίθεται ότι ζουν και τρέφοντα από την αυταπάτη ότι οι νεοφερμένοι ψηφοφόροι «είδαν το φως το αληθινό» και αναγνώρισαν στο συγκεκριμένο κόμμα την ανωτερότητα των θέσεών του.

Συμφώνησαν σε βασικές γραμμές με τις αρχές και τις αξίες του κόμματος, αναγνώρισαν και τα προσόντα της ηγεσίας, ιδιαιτέρως του αρχηγού, και προσχώρησαν σ’ αυτό. Στη χειρότερη περίπτωση κατάλαβαν πως αποτελεί το μικρότερο κακό.

Αυτή είναι μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτικά αποδεκτή. Πόσο διαφέρει όμως από το να μετακινείται το ίδιο το κόμμα από τις θέσεις του και να προσπαθεί να πλησιάσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων που έχει βάλει στο μάτι;

Πώς είπατε; Κι αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό;
Συμφωνώ απολύτως. Υπό μία προϋπόθεση. Ότι η μετακίνηση του κόμματος γίνεται φανερά, με συμφωνία της πλειοψηφίας και μέσα από αποφάσεις των οργάνων του.

Κυρίως όμως με την προϋπόθεση ότι αυτό γίνεται σαφές τόσο στα παλιά μέλη και τους ψηφοφόρους, όσο και σε εκείνους τους πολίτες που το κόμμα επιθυμεί να προσεταιριστεί, που ζητάει δηλαδή την ψήφο τους.

Πώς έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα πράμα; Είπε πέρσι το καλοκαίρι «τώρα είμαστε με τα μνημόνια». Όσοι θέλουν ας μείνουν, όσοι δεν το αντέχουν ας φύγουν, εμείς εδώ είμαστε να περιμένουμε κάποιους καινούριους. «Το μοναστήρι να είναι καλά», που λέει ο λαός μας. Από καλογέρους βρίσκουμε εύκολα.

Πώς είπατε; Ναι, έχετε δίκιο. Το αντιφατικό με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ποτέ δεν παραδέχτηκε κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή άλλαξε φυσιογνωμία και έγινε ένα κόμμα όπως τα άλλα. Εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι το νέο, το άφθαρτο, το… αριστερό. Κι αν δεν το πιστεύουν οι ίδιοι, προσπαθούν οπωσδήποτε να μας κάνουν να το πιστέψουμε εμείς.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Έχουν την εντύπωση ότι είμαστε τόσο αφελείς.

Έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν πως πραγματοποίησαν όλες τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις. Ή μήπως δεν είπαν όλες αλλά… σχεδόν όλες;

Μια τέτοια στάση όμως πώς συνάδει με τη νέα αυταπάτη να πάνε με τα νερά της Ιεραρχίας, μήπως και πετύχουν κάποια πιο ευνοϊκή στάση από αυτήν απέναντί τους και τσιμπήσουν τίποτε πιστούς, από τη μεγάλη δεξαμενή που λέγεται «χώρος της Εκκλησίας»;

Πώς εξηγείται από μια «αριστερή» οπτική το φάγωμα του Νίκου Φίλη, πρώτου σε ψήφους στο συνέδριο, και η πρεμούρα τού νέου υπουργού να σπεύσει να συναντήσει πρώτον πρώτον τον Αρχιεπίσκοπο για να τον (μας) διαβεβαιώσει ότι «τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει»;

Δεν εξηγείται, παρά μόνο αν παραδεχτείς αυτό που με το αλάθητο πολιτικό του κριτήριο διατύπωσε ο φίλος που λέγαμε στην αρχή: «Πιο κότα δεν γίνεται»!
 Είναι αυτό που λέμε «κοντά στον πολίτη»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: