Το ένα πουλάκι:
Πώς «μετριέται» ένας πολιτισμός;
Ένας από τους κλασικούς τρόπους αξιολόγησης είναι η
δημιουργία έργων τέχνης και «πολιτιστικών προϊόντων». Το πλήθος και η αξία τους
μπορεί να μας δώσει το μέτρο πολιτισμού ενός λαού.
Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, υπάρχει μια σύγχυση
ανάμεσα στις έννοιες του πολιτισμού και της κουλτούρας, δηλαδή της πνευματικής
καλλιέργειας, που κανονικά δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται.
Ο πολιτισμός, λένε αυτοί που ξέρουν, είναι κάτι ευρύτερο.
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να τον ορίσουν, με την καθεμιά να έχει τις
αδυναμίες της. Ειδικά όταν ψάχνεις να βρεις κάτι για να τον «μετρήσεις».
Με βάση αυτό το κριτήριο, θα τολμούσα να δανειστώ από τον
Χρήστο Γιανναρά την άποψη πως «πολιτισμός είναι ο τρόπος νοηματοδότησης του
βίου». Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό, ο πολιτισμός μπορεί να… μετρηθεί με τις
αξίες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία.
Σε κάποια άλλη προσέγγιση, η… μέτρηση του πολιτισμού γίνεται
με μέτρο τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία φέρεται στα πιο αδύναμα μέλη της.
Αν το καλοεξετάσεις δεν είναι άσχετοι μεταξύ τους οι δυο τρόποι, μάλλον ο
πρώτος εμπεριέχει τον δεύτερο.
Θα σταθώ όμως σ’ αυτόν, διότι αναφέρεται ακριβώς στο θέμα
το οποίο θα ήθελα να σχολιάσω σήμερα. Ένα θέμα που έχει να κάνει με την εικόνα
που έχουμε εμείς οι… από αιώνων πολιτισμένοι, για τους ψυχρούς (και
«απολίτιστους») ανθρώπους του Βορρά.
Μου έτυχε κι άλλες φορές να μείνω έκπληκτος με τον τρόπο
με τον οποίο χώρες όπως η Ολλανδία, που θεωρείται πρωτοπόρος στον τομέα αυτόν,
αντιμετωπίζουν πολίτες που έχουν ανάγκη φροντίδας.
Με ποιο τρόπο, ας πούμε, οι άνθρωποι με νοητική στέρηση,
όχι μόνο δεν γίνονται βάρος στις οικογένειές τους (που είναι φύσει αδύνατον να
τους φροντίζουν εσαεί), αλλά μαθαίνουν σε μεγάλο βαθμό να αυτοεξυπηρετούνται
και να ζουν μια «φυσιολογική» ζωή.
Στο μέτρο του δυνατού και ανάλογα με την περίπτωση, έτσι;
Δεν είναι σπάνιο όμως να δεις τέτοιους ανθρώπους να κάνουν διακοπές ακόμη και
σε άλλες χώρες του κόσμου, μόνο με τη διακριτική επίβλεψη κάποιου
εξειδικευμένου προσωπικού.
Το άλλο πουλάκι:
Δίνεις και παίρνεις!
Δεν είναι ανάγκη όμως όλα να γίνονται αποκλειστικά από
εξειδικευμένο προσωπικό. Υπάρχουν ένα σωρό άλλοι άνθρωποι που μπορούν να
βοηθήσουν, αλλά, συγχρόνως, και να βοηθηθούν.
Διάβαζα, λοιπόν, για ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε
γηροκομεία του «ψυχρού Βορρά», στα οποία μπορούν να φιλοξενούνται και νέοι
άνθρωποι, φοιτητές που κάνουν προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές.
Φιλοξενούνται δωρεάν, με την «υποχρέωση» όμως να κάνουν
συντροφιά στους γέροντες που διαβιούν εκεί, τριάντα ώρες την εβδομάδα.
Χρησιμοποίησα εισαγωγικά στη λέξη υποχρέωση και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί.
Απ’ ό,τι δηλώνουν οι ίδιοι οι φοιτητές, τελικά δεν είναι
καθόλου βαρύ αυτό το… τίμημα που καλούνται να πληρώνουν, για την διαμονή τους
στους οίκους ευγηρίας. Απεναντίας, ομολογούν ότι έχουν να κερδίσουν πολλά από
τη συναναστροφή τους με ανθρώπους παλαιότερης γενιάς.
Έτσι, λοιπόν, από την αμοιβαία συντροφιά έχουν να
κερδίσουν και οι δύο πλευρές. Οι γέροντες διότι όχι απλώς έχουν κάποιον για
παρέα, αλλά, μέσω των νέων ανθρώπων, έρχονται σε επαφή και με τη σύγχρονη
κοινωνική πραγματικότητα.
Μαθαίνουν τι γίνεται στον κόσμο, γνωρίζουν τις νέες
τεχνολογίες και τις δυνατότητές τους, βλέπουν τον τρόπο με τον οποίο η νέα
γενιά αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ζωής. Ζουν δηλαδή και το σήμερα και όχι
μόνο με τις αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.
Οι φοιτητές, από την άλλη, έχουν πολλά να διδαχθούν από τη
γνώση και την εμπειρία των ηλικιωμένων. «Όταν ξεκίνησα το πρόγραμμα, πίστευα
ότι απλώς θα βοηθάω λίγο», δηλώνει κάποιος από αυτούς.
«Στην πορεία όμως ανακάλυψα ότι δημιουργούνται δεσμοί
βαθύτεροι και ισχυρότεροι απ’ ό,τι αρχικά φαντάζεσαι», συμπληρώνει. Η (δωρεάν,
έτσι;) διαμονή του γίνεται περισσότερο «σπιτική», θυμίζοντας στιγμές
οικογενειακής θαλπωρής, με κάποιον που θα μπορούσε να είναι παππούς του.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πώς σας φαίνεται η ιδέα;
Το έχουμε συζητήσει και άλλες φορές. Εδώ, στην πατρίδα μας,
αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της «φιλανθρωπίας» με έναν απαρχαιωμένο τρόπο, ο
οποίος συχνά φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση τους ίδιους τους αποδέκτες της.
Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται σε ανάγκη, που τους
λείπει η στέγη ή το φαγητό, έχουν όμως τη δυνατότητα να προσφέρουν πολλά, ως
αντάλλαγμα γι’ αυτά. Μπορούν οι ίδιοι, με λίγες ώρες προσωπικής εργασίας την
εβδομάδα, να βοηθούν σε κοινωνικές δράσεις, ή να συμπαραστέκονται άλλους
ανθρώπους.
Αφήστε που, ένας τέτοιος «ανταποδοτικός» τρόπος, θα
μπορούσε να βοηθήσει και στο… ξεσκαρτάρισμα των ανθρώπων που δέχονται μορφές
κοινωνικής βοήθειας, αφού είναι κοινό μυστικό ότι κάποιοι από αυτούς δεν τη
δικαιούνται.
Εκμεταλλεύονται όμως το γεγονός ότι είναι «τζάμπα», ότι
δηλαδή δεν απαιτείται κανενός είδους συμμετοχή από μέρους τους, και έτσι
απολαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες που άλλοι τα έχουν πραγματικά ανάγκη.
Και που θα είχαν τη διάθεση, αν τους δινόταν η ευκαιρία,
να προσφέρουν με τη σειρά τους κάτι στην κοινωνία, ως «αντίδωρο». Κάτι στο
μέτρο των δυνάμεών τους, που όμως θα ικανοποιούσε και τους ίδιους, αφού θα
έπαυαν να αισθάνονται «άχρηστοι».
Πώς σας φαίνεται η ιδέα; Νομίζω ότι, σ’ αυτόν τουλάχιστον
τον τομέα, έχουμε πολλά να διδαχτούμε από τους Βορειοευρωπαίους.
Σε αντάλλαγμα, μπορούμε να τους διδάξουμε κι εμείς τι θα
πει μεράκι, φιλότιμο, λεβεντιά, χουβαρνταλίκι…
Δούναι – λαβείν!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου