ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

181130 ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Αγώνας των παιδιών;

Ή μήπως παιδικός αγώνας; Θυμάμαι πάντοτε αυτό που μου έλεγε ένας παλιός δάσκαλος, όταν επιχείρησε με τους μαθητές της τάξης του να εκδώσουν ένα έντυπο, μια εφημεριδούλα με δικά τους κείμενα.

Η συζήτηση που έγινε κατά τη διάρκεια του γλωσσικού μαθήματος ήταν αν θα αναγράφεται «μαθητική εφημερίδα της Ε΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου…» τάδε, ή «εφημερίδα των μαθητών της Ε΄ τάξης» κ.λπ.

Τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά. Μόνον ένα κοριτσάκι, που η μητρική του γλώσσα μάλιστα δεν ήταν τα ελληνικά, είπε το εξής αξιοσημείωτο, που ο δάσκαλος ανέφερε με θαυμασμό:

«Κύριε, μια αθλητική εφημερίδα μιλάει για θέματα αθλητισμού, αλλά μπορεί να τη γράφουν άνθρωποι που δεν αθλούνται. Ενώ μια εφημερίδα των αθλητών σημαίνει ότι τη γράφουν αθλητές. Τη δική μας εμείς τη γράφουμε, επομένως… εφημερίδα των μαθητών».

Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω συζήτηση, μπορούμε να αναρωτηθούμε και πάλι. Οι καταλήψεις των Σχολείων είναι ένας αγώνας των παιδιών ή ένας παιδικός αγώνας; Που διεξάγεται από μαθητές, ή σε μαθητικό επίπεδο;

Το ενδιαφέρον είναι ότι η απάντηση που δίνουν κάποιοι εξαρτάται από το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτού του «αγώνα», δηλαδή των καταλήψεων, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.

Όταν τα παιδιά αγωνίζονται για «καλύτερο Σχολείο» (πράγμα όμως που μπορεί να σημαίνει ακόμη και «θέλουμε να χρησιμοποιούμε κινητά και να έχουμε χώρους για κάπνισμα») τότε μιλάνε για ένα ακηδεμόνευτο μαθητικό κίνημα.

Τώρα που σε κάποια Σχολεία τα αιτήματα είναι σχετικά με την ονομασία των Σκοπίων και τη συμφωνία των Πρεσπών, βλέπουν από πίσω διάφορους υποβολείς, γεγονός που, φυσικά, αίρει το… ακηδεμόνευτο τού κινήματος.

Μάλιστα το έγκλημα θεωρείται από αυτούς ακόμη σοβαρότερο, από τη στιγμή που υποβολείς δεν είναι οι πρώτοι τυχόντες γονείς, αλλά οι «χρυσαυγίτες» και οι «εθνικιστές» και οι «φασίστες» γονείς, που ωθούν τα παιδιά τους να καταλάβουν τα Σχολεία.

Για να το δούμε ψύχραιμα το θέμα, πρέπει να θυμηθούμε ότι τέτοιου είδους μαθητικοί «αγώνες» έχουν μια ιστορία. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο παρελθόν οι μαθητές βγήκαν στους δρόμους για ανάλογα θέματα.

Με αιτήματα… εξωσχολικά, αλλά και εθνικού περιεχομένου, για την Κύπρο, εναντίον της Τουρκίας ή των Άγγλων, υπέρ της Ένωσης, κατά της κυβέρνησης Καραμανλή.
Θα σας πούμε όμως και μια τοπική ιστορία.

Το άλλο πουλάκι:
Όλοι στον αγώνα.

Δεν θυμάμαι ποια χρονιά ακριβώς ήταν, πιθανότατα το 1974 ή το 1975, όταν πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας ένα πανδραμινό συλλαλητήριο. Θυμάμαι όμως ότι τα Σχολεία έκλεισαν για τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή σ’ αυτό.

Εμείς, ο Χαράλαμπος, ο Γιώργος, ο Μάκης και άλλοι, παιδιά του Δημοτικού τότε, πήραμε δυναμικά μέρος στο συλλαλητήριο. Βρήκαμε ένα χαρτόνι, γράψαμε επάνω το σύνθημά μας και κατεβήκαμε στην πλατεία.

«Κάτω τα χέρια απ’ το βρακί μας»! Βλέπετε το συλλαλητήριο εκείνο γινόταν προκειμένου να πείσουμε την κυβέρνηση να χτίσει το εργοστάσιο της SOFTEX στη Δράμα και όχι στη γειτονική, ανεπτυγμένη Καβάλα.

Το σύνθημά μας άρεσε τόσο πολύ στον συγκεντρωμένο κόσμο που το υιοθέτησε και το φώναξε και έγινε ένα από τα συνθήματα του συλλαλητηρίου. Το ερώτημα είναι αν η διαμαρτυρία μας εκείνη ήταν… ακηδεμόνευτη.

Προφανώς όχι! Τα Σχολεία είχαν κλείσει με εντολή άνωθεν και εμείς ούτε που ξέραμε καλά καλά τι ήταν το εργοστάσιο που διεκδικούσαμε και τι μπορούσε να σημαίνει για την οικονομία του νομού μας.

Βρήκαμε ευκαιρία να χαρούμε το χάσιμο του μαθήματος και να διασκεδάσουμε. Δεν είναι κακό, το έχουμε ξαναπεί. Εκτός αν γίνεται συστηματικά, εθιμοτυπικά και… για την ετοιμότητα του λαϊκού (βλέπε μαθητικού) κινήματος.

Εξάλλου, το επόμενο παρόμοιο συλλαλητήριο, με μαθητική συμμετοχή, ήταν, μετά από δεκαπέντε χρόνια, εκείνο ενάντια στην εγκατάσταση των λιγνιτωρυχείων και τη λειτουργία θερμοηλεκτρικών εργοστασίων στον νομό μας.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μία σου και μία μου.

Εμείς γι’ αυτό φωνάζουμε, χρόνια τώρα, αφήστε τα παιδιά να είναι παιδιά. Δεν είναι ανάγκη να τους κάνουμε συνειδητοποιημένους πολίτες που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους, από τα δώδεκά τους χρόνια.

Και μάλιστα δείχνοντάς τους έναν εντελώς διαστρεβλωμένο τρόπο διεκδίκησης, με μια μορφή αγώνα, δηλαδή «επαναστατικής γυμναστικής», όπου μόνο να κερδίσεις έχεις (χαβαλέ και χάσιμο μαθημάτων) χωρίς να ρισκάρεις τίποτε.

Όταν όμως το κάνεις εσύ, θα το κάνει και ο άλλος και τότε είναι πολύ αργά για να διαμαρτυρηθείς. Το παιχνίδι έχει χαθεί και ο εχθρός (δηλαδή η δυνατότητα να άγονται και να φέρονται οι μαθητές) είναι κιόλας μέσα από τα τείχη.

Όσο για τα παιδιά, αν πραγματικά αγαπούν τη Μακεδονία και ενδιαφέρονται για την πατρίδα μας, έχω να τους προτείνω μια αληθινά επαναστατική μορφή αγώνα. Να προσπαθήσουν φέτος όλα να αριστεύσουν στην Ιστορία.

Και στη Γεωγραφία. Και να προγραμματίσουν τις εκδρομές τους σε σημαντικούς ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους της μακεδονικής γης. Όπου θα προσπαθήσουν να καταλάβουν και να μάθουν όλα όσα τους δείξουν οι καθηγητές τους.

Να αριστεύσουν και στην Ελληνική Γλώσσα. Και να είναι βέβαια ότι, μ’ αυτόν τον τρόπο προετοιμάζονται για να αγωνιστούν στο μέλλον και να υπερασπιστούν πολύ καλύτερα όλα όσα θέλουν να υπερασπιστούν με τις καταλήψεις.

Οι οποίες σε λίγες μέρες θα τελειώσουν και θα επιστρέψουμε στον γλωσσικό και τον ιστορικό αναλφαβητισμό. Όλοι μας!
 Αγαπάς τη Μακεδονία;
Μάθε για τη Μακεδονία!

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

181129 ΑΝΑΓΩΓΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Ή αυτοί ή εμείς!

Με συγχωρείτε για την… τύπου πολιτικού συνθήματος έκφραση˙ δεν συνηθίζω να αντιγράφω πολιτικούς και ειδικά τον πρωθυπουργό, διότι τότε θα έκανα… αντιγραφή της αντιγραφής, πράγμα καθόλου τιμητικό για μένα.

Ξεκίνησα έτσι τη σημερινή κουβέντα μας για να τονίσω ότι, δεν μπορεί, σε τέτοιου είδους διαφωνίες, κάποιος κάνει λάθος. Ή εμείς, τα τρία πουλάκια, ή όλοι εκείνοι με τους οποίους βλέπουμε το θέμα διαφορετικά.

Θα μου πείτε αυτό είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Μάλιστα έχουμε κατά καιρούς υποστηρίξει πως καθημερινές κουβέντες, όπως αυτές που κάνουμε εδώ μαζί σας, μόνον έτσι έχουν λόγο ύπαρξης˙ όταν τονίζουν κάτι διαφορετικό.

Αν είναι να λέμε αυτά που λένε όλοι και να βλέπουμε τα πράγματα με τα ματιά που τα βλέπουν οι περισσότεροι, τότε δεν έχει νόημα να συζητάμε. Καλύτερα να ανοίγουμε τα κινητά μας και να παίζουμε με αυτά.

Θα μου πείτε είναι δυνατόν να διαφωνείς πάντοτε με τους περισσότερους; Ασφαλώς όχι! Γι’ αυτό όμως και δεν συζητάμε όλα τα θέματα -άλλωστε θα ήταν πρακτικά αδύνατον- παρά εκείνα για τα οποία έχουμε να πούμε κάτι διαφορετικό.

Που να αξίζει να συζητηθεί, έτσι; Όχι διαφορετικό για το διαφορετικό. Τέλος πάντων. Αφού για μια ακόμη φορά θέσαμε το πλαίσιο της κουβέντας, ας δούμε σήμερα σε ποιο σημείο διαφωνούμε και με ποιους.

Ήδη κάναμε μια νύξη προηγουμένως, είμαι σίγουρος όμως ότι διέφυγε της προσοχής σας. Διότι η προσοχή σε μια συζήτηση είναι υψίστης σημασίας. Ακόμη και για το γεγονός και μόνο ότι κάνεις πως ακούς τον άλλο.

Και δεν «παίζεις», ας πούμε, με το κινητό σου. Για να πάρουμε όμως το πράγμα από την αρχή, να σας πω ότι εγώ τον Παπαδάκη, ναι, τον γνωστό δημοσιογράφο των πρωινών εκπομπών, δεν τον παρακολουθώ καθόλου.

Ποτέ δεν το έκανα. Εκτός από το γεγονός ότι θεωρώ πολύ ενοχλητικό να σηκώνεσαι το πρωί, να ετοιμάζεσαι για τη δουλειά και να ανοίγεις την τηλεόραση, δεν μου ταιριάζει καθόλου και αυτό το στυλ το εντελώς… λαϊκίστικο.

Πάντα με τους «αναξιοπαθείς», ανέκαθεν με τους «κατατρεγμένους», ακόμα και όταν «το καλάθι της νοικοκυράς» βογκούσε από το φορτίο, ακόμα και όταν «οι φουκαράδες συνταξιούχοι» απορούσαν τι να κάνουν τα λεφτά που έπαιρναν (στα πενήντα τους).

Θα μου πείτε έτσι είναι αυτές οι εκπομπές˙ αυτά θέλει ο κόσμος που τις παρακολουθεί. Εξάλλου, όταν έχεις απέναντί σου τον Αυτιά, κάπως πρέπει και εσύ να επιβιώσεις. Μπορεί, όμως εμένα δεν με αφορά.

Το άλλο πουλάκι:
Ποιοι έχουν δίκιο;

Διότι κάποιοι από εκείνους που παρακολουθούν τον Παπαδάκη έκαναν θέμα το γεγονός ότι μίλησε άσχημα σε «συνεργάτιδά του». Και βγήκαν να σχολιάσουν τον κακό χαρακτήρα του που τον κάνει απότομο και εριστικό.

Η καημένη η κοπέλα! Τα άκουσε από τον Παπαδάκη, μετά το πέρας της εκπομπής, διότι, καθ’ όλη τη διάρκειά της, αυτή είχε μπροστά της το κινητό και σέρφαρε στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και ρωτάω, τώρα, εγώ. Είχε άδικο ο άνθρωπος; Ακόμη και αν μίλησε περισσότερο απότομα από όσο έπρεπε, είναι αυτό θέμα για να του επιτεθούμε και να τον καταδικάσουμε για… απρεπή συμπεριφορά προς συνεργάτιδα;

Εσάς, δηλαδή, δεν σας ενοχλεί; Όταν συζητάτε με το παιδί σας, όταν κάθεστε στο τραπέζι οικογενειακώς, ακόμα και όταν υποτίθεται ότι δεν το ενοχλείτε επειδή διαβάζει, δεν σας ενοχλεί που μονίμως ελέγχει το κινητό του;

Πείτε την αλήθεια, δεν ήρθε ποτέ κάποια στιγμή που «τα πήρατε στο κρανίο» και αρχίσατε τις φωνές, φαινομενικά χωρίς σοβαρό λόγο, στην πραγματικότητα όμως επειδή έχετε σκάσει με αυτή τη συμπεριφορά;

Ξέρω, το ξέρετε κι εσείς ότι είναι καλύτερα να εκφράζουμε τη διαφωνία μας και να κάνουμε τις όποιες παρατηρήσεις με ευγενικό τρόπο, όμως άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε… Κινέζοι. Εξάλλου δεν μιλάμε για κάτι που έγινε μια φορά.

Είμαι βέβαιος ότι κανείς δεν πατάει τις φωνές με το πρώτο, εκτός αν του φταίει κάτι άλλο. Είμαι όμως ακόμη πιο βέβαιος και ότι κανείς δεν κόβει αυτή την κακιά συνήθεια με το κινητό, όχι με την πρώτη παρατήρηση, ούτε με την… εκατοστή.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι είναι αγενές και τι όχι;

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε άκομψο, απρεπές ή και αγενές ό,τι κάνει φασαρία, ότι είναι βίαιο, ακόμη και με τη μορφή της μεγάλης έντασης της φωνής, σε συνδυασμό και με κάποιον περισσότερο… οικείο τόνο.

Πολλές φορές όμως η αγένεια μπορεί να έχει πιο ήπιες και, φαινομενικά, πιο… πολιτισμένες μορφές˙ δεν παύει όμως να είναι τέτοια. Όταν μιλάς στον άλλο και εκείνος ασχολείται με το φέισμπουκ, είναι σαν να σε φτύνει.

Όταν βγαίνεις ραντεβού για να μιλήσεις με έναν φίλο και εκείνη την ώρα τον απασχολούν περισσότερο οι αναρτήσεις και τα σχόλια από διαδικτυακούς «φίλους» και ακόλουθους, ε, τότε δεν είσαι περισσότερο αγενής από εκείνον, αν του βάλεις τις φωνές.

Πόσω μάλλον όταν το μίτινγκ είναι επαγγελματικό, όταν, για παράδειγμα, γίνεται μια σύσκεψη ή μια διαβούλευση και κάποιοι, αντί να έχουν την προσοχή τους στη συζήτηση, παίζουν με το κινητό τους. Τους αξίζει ό,τι και να ακούσουν από τους προϊσταμένους.

Να, κι εσείς, τόσην ώρα που μιλάμε, βλέπω ότι δεν προσέχετε όλοι στα λεγόμενά μας, αλλά έχετε τον νου σας στο κινητό. Ε, αυτή τη φορά κάναμε την παρατήρηση όσο πιο ευγενικά μπορούσαμε.

Για την επόμενη μην είστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρουμε. Δεν είναι μόνο ο Παπαδάκης νευρικός…
 Γαϊδουριά!

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

181129 ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Όλα για το πτυχίο!

Ποιο πτυχίο όμως; Υπάρχουν πτυχία και «πτυχία», άλλα που αποκτήθηκαν με κόπο και ιδρώτα και άλλα που στάλθηκαν στο σπίτι τού… πτυχιούχου, για να μην μιλήσουμε για εκείνα που εκτυπώθηκαν στον εκτυπωτή του.

Από τα λίγα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά και από όσα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, με βάση τις εμπειρίες του καθενός, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι… γίνεται χαμός.

Αυτός ο χαμός είναι που οδήγησε και πολλούς να υποστηρίξουν πως, «εδώ κυκλοφορούν καθηγητάδες με πλαστά διδακτορικά, χειρουργοί με πτυχίο δι’ αλληλογραφίας, και εσείς σκαλώσατε σε ένα πλαστό απολυτήριο δημοτικού;»

Γι’ αυτό το τελευταίο μιλήσαμε χθες. Σήμερα ελάτε να δούμε λίγο τι γίνεται με τους επιστήμονες που απέκτησαν την ιδιότητά τους αυτή διά της πλαγίας οδού. Θα σας πω μια ιστορία παλιά, από τα τέλη της δεκαετίας τού 1990.

Συζητούσα με μία μητέρα δύο παιδιών. Το μικρότερο, το κορίτσι, προετοιμαζόταν για να δώσει εξετάσεις να περάσει στο Αμερικάνικο Κολέγιο με υποτροφία. (Δεν τα κατάφερε –άσχετο.) Ο αδελφός της ήταν καλός και είχε περάσει πρώτος.

Όταν αποφοίτησε -μου διηγόταν η μητέρα- στόχευε στην ιατρική, όμως δεν τα κατάφερε. Επειδή ήταν πολύ καλός, σκέφτηκαν οι γονείς του να τον στείλουν σε μια ιατρική σχολή στη Ρουμανία˙ έτσι και έκαναν.

Η μητέρα αποφάσισε να επισκεφτεί το παιδί της μετά το Πάσχα, με το λεωφορείο που έκανε τότε καθημερινά δρομολόγιο από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν γεμάτο μητέρες φοιτητών. Γνωρίστηκε με κάποιες στη διαδρομή.

Από τις κουβέντες τους όμως παρατήρησε ότι όλες, μα όλες, πρόσεχαν πολύ τις τσάντες τους, επειδή κουβαλούσαν μαζί τους πολλά χρήματα. Και αναρωτήθηκε, αφελώς, η γυναίκα: Τι τα κάνουν τόσα λεφτά;

Θυμάμαι τα λόγια της: «Τα δίδακτρα τα πληρώναμε από την αρχή του έτους˙ το ίδιο και το ενοίκιο. Τα χρήματα των παιδιών τα στέλναμε κάθε μήνα μέσω τραπέζης. Τι τα χρειαζόταν τόσα μετρητά, και μάλιστα σε σκληρό συνάλλαγμα;

Κατάλαβα ότι τα ήθελαν για να πληρώσουν τους καθηγητές και να περάσουν τα παιδιά τους τα μαθήματα. Μόλις το εξακρίβωσα, έφερα το παιδί πίσω στην Ελλάδα και τώρα δουλεύει στη βιοτεχνία του πατέρα του.

Γι’ αυτό, όποιος σου πει ότι πήρε το πτυχίο του από πανεπιστήμιο του εξωτερικού, ειδικά της Ανατολικής Ευρώπης, να τον στείλεις σε μένα», ολοκλήρωσε την κουβέντα της η αγανακτισμένη και, ομολογώ, υπερβολική μητέρα.

Το άλλο πουλάκι:
Υπερβολική, αλλά…

Πώς γίνεται ένα παιδί που, μέχρι τα δεκαεπτά του χρόνια, ήταν ένας πολύ κακός μαθητής, να πηγαίνει ξαφνικά σε μια ξένη χώρα και να «διαπρέπει στις σπουδές του», ενώ δεν έχει μάθει καλά καλά τη γλώσσα;

Πώς γίνεται πτυχιούχοι από ξενόγλωσσα πανεπιστήμια να μην μπορούν να αλλάξουν δυο κουβέντες στη γλώσσα στην οποία (υποτίθεται ότι) σπούδασαν μια επιστήμη; Θα θυμόσαστε βέβαια και κάποιους που είχαν πτυχία εξωτερικού, χωρίς να έχουν… διαβατήρια!

Ήταν τα ένδοξα χρόνια, όταν οι νταλικέρηδες που περνούσαν από τη Γιουγκοσλαβία μπορούσαν, αν ήθελαν, σε κάθε δρομολόγιο, να περάσουν και μερικά μαθήματα, όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και δικοί τους που παρέμεναν στην Ελλάδα.

Έτσι αποκτήθηκαν όχι λίγα πτυχία. Όμως και σήμερα, ακόμη και στη χώρα μας, υπάρχει μια βιομηχανία, κυρίως μεταπτυχιακών τίτλων, η οποία ήρθε να καλύψει τις ανάγκες ζήτησης της «αγοράς».

Τίτλοι που αποκτούνται με συνοπτικές διαδικασίες, εξ αποστάσεως, ή με μαθήματα που οι μεταπτυχιακοί φοιτητές παρακολουθούν πέντε και δέκα μαζί, σε ένα σαββατοκύριακο. Πέντε και δέκα… μαθήματα μαζί, όχι φοιτητές!

Πάρε κόσμε! Από τη στιγμή που ένας μεταπτυχιακός τίτλος μετράει για τον διορισμό και την επαγγελματική εξέλιξη του κατόχου του, υπάρχει τεράστια ζήτηση˙ ο καθένας προσπαθεί να βρεθεί λίγο πιο μπροστά από τους άλλους.

Κάπως έτσι όμως έχει χαθεί όχι μόνο το νόημα των σπουδών, αλλά και η αξία ακόμη και των πτυχίων, ή των τίτλων εκείνων -και δεν είναι λίγοι- που αποκτούνται πράγματι με πολύ προσπάθεια και μέσα σε «κανονικές συνθήκες»

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ό,τι να ‘ναι!

Υπάρχουν περιπτώσεις που ο μεταπτυχιακός τίτλος «μετράει», δηλαδή μοριοδοτείται ή πληρώνεται παραπάνω, ακόμη κι αν είναι τελείως άσχετος με το αντικείμενο στο οποίο εργάζεται ο κάτοχός του.

Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι το να επιδιώκει ο άλλος την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού, όχι για να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις και να γίνει καλύτερος στη δουλειά του, αλλά για να πάρει κάποια επιπλέον «μόρια».

Ως εκ τούτου, ψάχνει και βρίσκει ένα μεταπτυχιακό ό,τι να ‘ναι, που η «φοίτηση» να τον βολεύει σε σχέση με τις άλλες ασχολίες του, να μην είναι πολύ ακριβό και να μπορέσει να το αποκτήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Βλέποντας αυτή τη ζήτηση η «αγορά», προσαρμόστηκε αμέσως και έτσι μπορεί κανείς σήμερα να βρει πραγματικές «ευκαιρίες» για την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού στα μέτρα του. Χωρίς κόπο, χωρίς χρόνο, με σχετικά λίγα χρήματα.

Κάπως έτσι έχουν κτιστεί πολλές καριέρες στον δημόσιο τομέα. Από τα κάθε είδους υπουργεία, μέχρι την τελευταία υπηρεσία, θα δει κανείς να γίνονται στελέχη άνθρωποι εγνωσμένης... ανικανότητας, με πολλά πτυχία όμως στο βιογραφικό τους.

Έτσι όμως αδικούνται οι πραγματικά άξιοι, που δεν θέλουν να μπουν σε τέτοια διαδικασία. Το περίεργο είναι ότι αυτό το γνωρίζουν όλοι, το κατακρίνουν οι περισσότεροι, όμως κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει κάτι για να αλλάξει.

Λέτε να φταίει το γεγονός ότι «είναι πολλά τα λεφτά»;
 Με το κιλό!

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

181127 NOMIKON


Το ένα πουλάκι:
Dura lex, sed lex!

Σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Η παροιμιώδης φράση επιδέχεται πολλές προσεγγίσεις. Μία από τις επικρατέστερες είναι πως ακόμη κι ένας πολύ αυστηρός νόμος είναι προτιμότερος από την παντελή απουσία νόμου.

Την περασμένη εβδομάδα συζητήσαμε πολύ την σκληρότητα ενός νόμου, έτσι όπως την αντικρίσαμε στην καταδίκη μιας γυναίκας σε δεκαετή φυλάκιση, επειδή πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού.

Πραγματικά, εξουθενωτική ποινή. Όλοι λένε πως, με δεδομένη την ύπαρξη σχετικού νόμου, τον οποίο κανείς δεν τολμά να αλλάξει από το 1950 μέχρι σήμερα, δεν μπορούσε να γίνει κάτι καλύτερο.

Το δικαστήριο έπρεπε ή να την αθωώσει, πράγμα που δεν γινόταν, με βεβαιωμένη τη διάπραξη της πλαστογραφίας, ή να της επιβάλει την ελαφρύτερη ποινή, πράγμα που έκανε, η οποία όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα δέκα χρόνια!

Από τον θόρυβο που ξεσηκώθηκε, φαίνεται ότι ξεκίνησαν κάποιες διαδικασίες και το θέμα θα έχει ευτυχή κατάληξη, ώστε να μην περάσει η γυναίκα χρόνια στις φυλακές. Μακάρι. Ωστόσο αξίζει να παρατηρήσουμε κάτι γενικότερο.

Για άλλη μια φορά αντιδράσαμε, ως κοινωνία, χωρίς μέτρο. Κατά την προσφιλή μας συνήθεια, πήγαμε, με μεγάλη ευκολία, στο άλλο άκρο και, ούτε λίγο ούτε πολύ, κοντέψαμε να ανακηρύξουμε την γυναίκα αυτή σε ηρωίδα ή αγία.

Δεν έλειψαν οι φωνές που ζητούν να διοριστεί αμέσως στο δημόσιο, με όλα τα δικαιώματα που έχουν και οι υπόλοιποι υπάλληλοι, επειδή… Επειδή και άλλοι έχουν «κλέψει» και δεν τιμωρήθηκαν τόσο αυστηρά, ή την γλίτωσαν τελείως.

Ξεκινάμε να συζητήσουμε, δηλαδή, ένα σοβαρό πρόβλημα που έχει να κάνει με τον τρόπο που πολλές φορές απονέμεται η δικαιοσύνη και το κάνουμε με τους όρους που «συζητούν» πεντάχρονα παιδάκια.

«Γιατί, Κωστάκη, πετάς πέτρες;» ρωτάει η νηπιαγωγός τον μικρό μαθητή της, για να πάρει την απάντηση «και ο Νίκος πετάει». Το ίδιο κάνει και ο παραβάτης του ΚΟΚ που λέει στον τροχονόμο «τους άλλους που τρέχουν δεν τους βλέπεις;»

Αλίμονο, όμως, αν, επειδή κάποιοι διαφεύγουν της προσοχής του νόμου, ή επειδή τα καταφέρνουν και ξεγλιστρούν από τη δικαιοσύνη, απαιτήσουμε να μην εφαρμόζεται ο νόμος και για όλους τους υπόλοιπους.

Το άλλο πουλάκι:
«Ντρέπομαι»!

Αυτό είπε η καταδικασμένη γυναίκα, η οποία, ξαναλέω, μακάρι να μπορέσει πολύ γρήγορα να έχει ένα τέλος στην περιπέτειά της αυτή. Το είπε διότι, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, καταλαβαίνει πως έσφαλε.

Ρώτησα κάποιον από αυτούς τι θα έλεγε αν βρισκόταν στη θέση εκείνου που έχασε τον διορισμό του, εξαιτίας ενός –«σιγά το πράγμα, τώρα»- πλαστού απολυτηρίου που κατέθεσε κάποιος συνυποψήφιος για τη θέση.

Τι να σκέφτεται ή τι πρέπει να απαιτήσει όποιος έμεινε αδιόριστος και έχασε τη δυνατότητα να έχει μια δουλειά και έναν μισθό, επειδή τη θέση την πήρε κάποιος χωρίς τα τυπικά προσόντα, ακόμη και αν αυτά θεωρούνται «αστεία».

Βλέπετε; Το πράγμα δεν είναι απλό. Και αλλάζει πολύ η στάση μας απέναντί του, όταν αλλάξει και η οπτική, όταν βρεθούμε στη θέση εκείνου που αδικήθηκε. Επομένως, για να κλείσουμε το πρώτο μέρος της συζήτησης, υπήρξε παράπτωμα.

Και θα έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να τιμωρηθεί. Αν συμφωνούμε σ’ αυτό, μπορούμε να πάμε παραπέρα, στο πώς γίνεται δηλαδή και άλλοι να μην τιμωρούνται καθόλου, ή το τι συμβαίνει γενικότερα με τα πλαστά πτυχία που κυκλοφορούν στην πιάτσα.

Το φαινόμενο κάποιοι να ξεφεύγουν από το δίχτυ του νόμου μπορεί να το δει κανείς από δύο πλευρές. Η μία είναι εκείνη της στωικότητας: Τι να κάνουμε, έτσι συνέβαινε πάντοτε και έτσι συμβαίνει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Αυτή μπορεί να είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση, δεν βοηθά καθόλου όμως στο να βελτιωθεί το πράγμα. Αντιθέτως, αν πούμε πως η άνιση αντιμετώπιση δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε λύσεις.

Το πρώτο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαμαρτυρόμαστε… εντόνως, κάθε φορά που βλέπουμε κάτι στραβό στην απονομή της δικαιοσύνης. Προσοχή όμως! Να το κάνουμε αφού ενημερωθούμε, όχι επειδή έτσι νομίζουμε.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Δεν είμαστε δικαστές.

Ωστόσο, ως κοινωνικό σύνολο και όχι ο καθένας ξεχωριστά, διαθέτουμε αυτό που λέμε περί δικαίου αίσθημα. Και οφείλουμε να το εκφράζουμε. Ο καθένας μόνος του, διότι μόνο έτσι εκφράζεται το κοινωνικό σύνολο.

Δεν ξέρω αν έγινα σαφής, που έλεγε και ο αείμνηστος Λογοθετίδης. Μπορεί ο καθένας ξεχωριστά να έχουμε άλλος άδικο, άλλος περισσότερο δίκαιο, όμως μέσα από τη συνολική εικόνα θα δοθεί η εντύπωση που έχουμε ως κοινωνία.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ασκηθεί έλεγχος και στη δικαστική εξουσία, διότι… εξουσία είναι κι αυτή και πρέπει να ελέγχεται. Εκείνο όμως που κυρίως μπορεί να γίνει είναι να πιέζουμε σε δύο κατευθύνσεις.

Η μία είναι να αλλάζει το νομικό πλαίσιο, όπου κρίνεται ότι είναι αναχρονιστικό ή εμφανέστατα άδικο, όπως στην περίπτωση της καταδικασμένης γυναίκας. Βλέπετε, οι πολιτικοί από μόνοι τους δεν έπαιρναν την πρωτοβουλία να κάνουν κάτι.

Η άλλη κατεύθυνση είναι να κλείνουν, όσο αυτό μπορεί να γίνει, τα διάφορα παραθυράκια που βρίσκουν οι επιτήδειοι και διαφεύγουν. Έτσι που απέναντι στον νόμο, ακόμη κι αν αυτός είναι αυστηρός, να είμαστε πραγματικά ίσοι.

Δεν προλάβαμε όμως να πούμε για τα πλαστά και τα «πλαστά» πτυχία. Δεν πειράζει, έχουμε και την αυριανή μέρα.
 Lex malla, lex nulla!

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

181126 ΦΕΥΓΑΤΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Δεν είναι του στυλ μου!

Τον Γιάννη Μπουτάρη, τον κυρ-Γιάννη, τον συνάντησα πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε μια διάλεξη που πραγματοποιήθηκε σε κλειστό, υποτίθεται, κύκλο, στο σπίτι του. Βρέθηκα εκεί κατά λάθος.

Έκτοτε δεν είχαμε άλλη επαφή, παρά μόνο μέσω των εξαιρετικών κρασιών του. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον την οινοποιητική του δραστηριότητα, κυρίως εξαιτίας του πάθους που είχε με τις ντόπιες ποικιλίες.

Όταν άκουσα ότι θα κατέβη υποψήφιος για τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης χάρηκα, όχι τόσο  επειδή ταίριαζε στο πρότυπο του δημάρχου που είχα εγώ κατά νου, όσο επειδή τον θεωρούσα μια σημαντική εναλλακτική λύση.

Εννοείται σε σχέση με ό,τι κυκλοφορούσε τότε (και μέχρι τότε) από πολιτικούς που υπηρέτησαν τον θώκο, όπως και εκείνον της νομαρχίας. Ο κυρ-Γιάννης δεν είχε καμιά σχέση με όλον εκείνον τον συρφετό.

Ξαναλέω όμως, δεν είναι του στυλ μου. Εμένα, για παράδειγμα, δεν μου αρέσουν καθόλου τα τατουάζ, παρ’ όλο που θεωρώ ότι στον Μπουτάρη ταιριάζουν ίσως περισσότερο από κάθε άλλον που «στολίζει» το σώμα του έτσι από μόδα.

Δεν μου αρέσουν επίσης οι προκλητικές δηλώσεις, ιδίως από ανθρώπους που εκπροσωπούν και μία πόλη, έναν νομό ή μια χώρα, είτε γίνονται σοβαρά, είτε προβοκατόρικα. Όμως εκεί ακριβώς βρίσκεται η διαφορά.

Θεωρώ ότι ο Γιάννης Μπουτάρης δεν εκπροσώπησε ποτέ κανέναν άλλον, πέρα από τον εαυτό του και μόνον αυτόν. Και σε όποιους άρεσε. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορούσε να ταυτιστεί απολύτως με όλες του τις απόψεις.

Και με τη συνολική του συμπεριφορά. Σε ορισμένους άρεσε η πιο ποπ πλευρά του χαρακτήρα του, σε άλλους η πιο πανκ, και σε άλλους η πιο αλτέρνατιβ ή η πιο προγκρέσιβ, για να μιλήσω με μουσικούς όρους.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Γιάννης Μπουτάρης είναι όλα αυτά (καθώς και πολλά άλλα) ομού και ταυτοχρόνως, με έναν μοναδικό, αυθεντικό τρόπο. Είδατε; Επανήλθα στον Ενεστώτα, αφού ο άνθρωπος ζει και βασιλεύει.

Απλώς δεν θα είναι και πάλι υποψήφιος για τη δημαρχία. Αυτό, ναι· είναι κάτι που το εκτίμησα από την πρώτη στιγμή που το έμαθα. Και θεωρώ είναι ίσως το πιο σημαντικό από όσα έχει δώσει αυτός ο άνθρωπος στην πόλη του και όχι μόνο.

Το άλλο πουλάκι:
Προσοχή, γιατί μπορεί να γίνει παρεξήγηση.

Δεν θεωρώ την απόφασή του να τα παρατήσει σημαντική επειδή… δεν είχε να δώσει άλλα στη Θεσσαλονίκη. Ίσα ίσα! Είναι σημαντικότατη ακριβώς για το αντίθετο. Φεύγει, ενώ μπορούσε να παραμείνει και να παρουσιάσει κι άλλο έργο.

Όμως αυτό το έργο, όσο σημαντικό και να ήταν, δεν θα άξιζε όσο η απόφαση του ανδρός να παρατήσει το αξίωμά του, πριν φθαρεί από αυτό, πριν κουράσει, πριν αναγκαστούν οι πολίτες να του δείξουν την πόρτα της εξόδου.

Τι σπουδαίο μάθημα για όλους όσοι εμπλέκονται με τα δημόσια πράγματα! Πόσο σημαντικό και για εμάς τους απλούς πολίτες που εξακολουθούμε να τρέχουμε πίσω από «καμένα χαρτιά», μόνο και μόνο επειδή φοβόμαστε τις αλλαγές.

Για να καταλάβετε το πόσο σημαντική είναι η στάση του Μπουτάρη, δείτε όλους εκείνους που γαντζώνονται στις θέσεις εξουσίας και δεν το κουνάν από εκεί, ακόμη κι αν γίνει πολιτικός σεισμός.

Για να μην παρεξηγούμαστε, εξουσία είναι και οι κομματικές θέσεις, όπως και εκείνες των παρατάξεων. Για να μην μιλήσω για κάτι υπέργηρους μητροπολίτες που εξακολουθούν να επιμένουν να… ποιμαίνουν.

Πέρα όμως από αυτό το σημαντικό μάθημα που μας έδωσε ο Γιάννης Μπουτάρης, εκείνο που επίσης μας έδειξε, τόσα χρόνια, με τη στάση του, και για το οποίο του αξίζουν συγχαρητήρια, είναι πως δεν πρέπει να φοβόμαστε.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να κοιτάζουμε κατάματα τους δαίμονές μας, να μιλάμε για τους σκελετούς στη ντουλάπα μας, να αντικρίζουμε χωρίς παρωπίδες την Ιστορία μας, να αναθεωρούμε παγιωμένες αντιλήψεις…

Δεν πρέπει ακόμη να φοβόμαστε εκείνους που θεωρούνται ισχυροί, εκείνους που πιθανώς μπορούν να βλάψουν την καριέρα μας, εκείνους που έχουν με το μέρος τους όχι το δίκιο, αλλά την κοινή γνώμη.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι έκανε για την πόλη του;

Δεν ζω στη Θεσσαλονίκη, όμως από τις περιστασιακές επισκέψεις, κυρίως στο κέντρο, βλέπω μια άλλη πόλη, σε σχέση με εκείνη που ήξερα πριν από οκτώ χρόνια, όταν ανέλαβε την αρχή. Μια πόλη αισθητά αισθητικά αναβαθμισμένη.

Αυτή είναι η δική μου αίσθηση, αλλά ακούω πως υπάρχουν και ενστάσεις από Θεσσαλονικείς για το πόσο καλά τα πήγε στα κυρίως δημαρχιακά του καθήκοντα, στην καθαριότητα, την ύδρευση και τα τέτοια.

Νομίζω όμως πως αυτό δεν (πρέπει να) είναι το παν, πως τα καθήκοντα ενός δημάρχου δεν αρχίζουν ούτε τελειώνουν εκεί. Θα το ακούσετε και από όλους τους υποψήφιους, τώρα, κατά την προεκλογική περίοδο που έρχεται.

Θα σας μιλήσουν όλοι για «όραμα», καθώς και για «ανάπτυξη». Ε, λοιπόν, ο Γιάννης Μουτάρης, σε αυτόν τον τομέα, άλλαξε πραγματικά την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Πήρε μια πόλη κλεισμένη στον μικρόκοσμο της και της έδωσε πνοή. 

Δεν είναι μόνον ότι δεν βρίσκεις δωμάτιο σε ξενοδοχείο, παρά τις τόσες νέες κλίνες που προστέθηκαν προσφάτως. Είναι ότι η Θεσσαλονίκη άρχισε και πάλι να αποκτά ένα κοσμοπολίτικο ύφος, αυτό που είχε ανέκαθεν.

Να ανοίγει και να ανοίγεται στον σύγχρονο κόσμο και να κυριαρχεί στα Βαλκάνια, όπου θα έπρεπε να ηγεμονεύει. Λίγο το έχετε;

Περιμένουμε να δούμε τον… διάδοχό του.
 Ένας (χορτάτος) άνθρωπος, μια πόλη (αρχόντισσα)!

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

181123 ΜΑΧΗΤΙΚΟΝ-2


Το ένα πουλάκι:
Τα έχουν πει όλα!

Για τα τραγούδια λέω∙ έχουν μιλήσει για τα πάντα. Δεν υπάρχει πτυχή της καθημερινής ζωής που να μην την έχουν περιγράψει. Πολλές φορές κυριολεκτώντας, άλλες μιλώντας μεταφορικά. Και άλλες πάλι…

Άλλες αφήνουν σ’ εμάς να εκλάβουμε το νόημά τους όπως ταιριάζει στην περίσταση. Να, για παράδειγμα, θα σας θυμίσω ένα όχι και τόσο γνωστό τραγούδι: «την πρώτη και τη δεύτερη σου είπα χάρισμά σου / μα αφού δεν συμμορφώνεσαι μάζεψ’ τα πράγματά σου».

Το τραγούδι μιλάει για μια προβληματική ερωτική σχέση, όμως εμείς μπορούμε μια χαρά να το αξιοποιήσουμε στην κουβέντα που αρχίσαμε από χθες, σχετικά με την προετοιμασία των κομμάτων για τις επερχόμενες εκλογές.

Μιλήσαμε για τη Νέα Δημοκρατία και σήμερα έχει σειρά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος κέρδισε τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι η πρώτη και η δεύτερη φορά που λέει το τραγούδι. Χάρισμά του.

Την πρώτη υποσχέθηκε πως θα επαναφέρει τη χώρα, «με έναν νόμο και ένα άρθρο», στις ξένοιαστες μέρες της αστακομακαρονάδας. Πολλοί τον πίστεψαν διότι ήθελαν να τον πιστέψουν. Έτσι δουλεύει ο λαϊκισμός.

Τη δεύτερη φορά έπεισε τον κόσμο πως έδωσε μια σκληρή μάχη, όμως οι κακοί δανειστές τον υποχρέωσαν σε άτακτη υποχώρηση και υπογραφή νέου μνημονίου. Έκλεισε όμως πονηρά το μάτι στους ψηφοφόρους.

«Καθίστε να μας δώσουν τα λεφτά τα κορόιδα, και εγώ θα βρω έναν τρόπο να τα μοιράσω όπως θέλω, για την ακρίβεια, όπως θέλετε εσείς». Χάρισμά του και πάλι. Όμως φαίνεται πως οι ψηφοφόροι δεν τσιμπάνε πλέον.

Δεν το λέω εγώ, το λένε οι ίδιοι στις δημοσκοπήσεις, όπου δηλώνουν καθόλου ευχαριστημένοι από το κυβερνητικό έργο και δεν εμπιστεύονται ούτε τον πρωθυπουργό, που είναι και το ατού της κυβέρνησης.

Ετοιμάζονται, λοιπόν, να πουν στον ΣΥΡΙΖΑ ό,τι λέει και το τραγούδι, μάζεψ’ τα πράγματά σου. Βλέποντάς το αυτό, το επιτελείο του κόμματος έρχεται να ρίξει στην εκλογική μάχη τα πιο δυνατά του χαρτιά.

Αυτά λέγονται παροχές· αρχικά μη περικοπές και στη συνέχεια και κάποια επιδόματα που θα δώσουν μια ανάσα σε πολύ κόσμο. Αρκεί αυτό για να ανατρέψει την εις βάρος τους εικόνα; Για να απαντήσουμε πρέπει να διερευνήσουμε τους στόχους του κόμματος.

Διότι αυτοί δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι. Κάποιοι λένε πως στοχεύουν στην εκλογική νίκη. Άλλοι πως το καλύτερο που μπορούν να πετύχουν είναι μια διαχειρίσιμη ήττα. Και άλλοι πως πρέπει να κατέβουν με στόχο… τις επόμενες εκλογές.

Το άλλο πουλάκι:
Διαφορετικοί στόχοι, διαφορετική τακτική.

Αν πιστεύεις πως η κατάσταση που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι αναστρέψιμη, τότε ψάχνεις και για συμμαχίες. Τότε χτίζεις μέτωπα στα οποία προσπαθείς να συμπεριλάβεις όσους θεωρείς συγγενικούς χώρους.

Γίνεται όμως αυτό; Βλέπουμε ότι δεν είναι εύκολο. Διότι, από τη μια μεριά έχουμε έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό «εμείς και οι άλλοι», όπου στους «άλλους» τοποθετούνται οι δεξιοί, που είναι ακροδεξιοί, δηλαδή «φασίστες».

Στο «εμείς» εντάσσονται όλοι οι υπόλοιποι, δηλαδή οι αριστεροί, οι σοσιαλδημοκράτες και οι οικολόγοι. Ενδιάμεσος χώρος δεν υπάρχει, λέει αυτός ο διαχωρισμός, ο οποίος μπορεί να είναι βολικός προεκλογικά, δεν ανταποκρίνεται όμως στο πραγματικό πολιτικό σκηνικό.

Αφήστε που ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να γκρεμίσει τις γέφυρες, όταν, καβαλώντας με αλαζονεία το κύμα του εκλογικού ρεύματος, φρόντιζε να διαχωρίσει τη θέση του ΚΑΙ από εκείνους που σήμερα υπολογίζει ως εν δυνάμει συνοδοιπόρους.

Τότε καθύβριζε και περιφρονούσε όλους τους «μνημονιακούς», εναγκαλιζόμενος μόνο με τους ΑΝΕΛίτες, των οποίων όμως το εκλογικό καύσιμο έχει σωθεί προ πολλού. Και τώρα πρέπει να γλείψει εκεί που έφτυνε.

Πώς μπορείς όμως να γυρίσεις εκεί από όπου ξεκίνησες όταν… κομμένα τα γιοφύρια πίσω σου; Θέλετε και κάτι ακόμη; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι για (μετ)εκλογικές συνεργασίες, όταν πιάνεις και κατηγορείς ηγετικά στελέχη της κεντροαριστεράς;

Τελικά, κάποιοι εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποφασίσει ποια στρατηγική θα ακολουθήσουν. Θα προσπαθήσουν να μαζέψουν ό,τι υπόλοιπα καταφέρουν από τον χώρο τού πρώην κραταιού ΠαΣοΚ, τώρα, πριν από τις εκλογές.

Θα προσπαθήσουν να επενδύσουν στο γεγονός (;) ότι αυτοί θεωρούνται πλέον οι αυθεντικοί συνεχιστές τού -πώς να τον πω;- παπανδρεϊσμού, και πως ο λαός που δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά πρέπει τώρα να τους στηρίξει.

Παιχνίδια όμως που παίζει η άτιμη η Ιστορία! Όταν ο Ανδρέας μάζευε στο εκλογικό του μαγαζί ό,τι αντιδεξιό κυκλοφορούσε και στρίμωχνε στη γωνία τις δυνάμεις πέραν του ΠαΣοΚ, φωνάζαμε για τον κακό δικομματισμό.

Τώρα που ο ένας πόλος αυτού του νέου δικομματισμού (φιλοδοξούμε να) είμαστε εμείς, καθόλου δεν μας πειράζει που συνθλίβονται όλοι οι άλλοι. Τώρα ο δικομματισμός θεωρείται απαραίτητος για την εναλλαγή των «κομμάτων εξουσίας» στην… εξουσία.  

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Διώξεις, διώξεις, διώξεις!

Να ποιο φαίνεται ότι θα είναι το πιο ισχυρό όπλο του ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς εκλογές. Το «να βάλουμε κάποιους φυλακή» φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει ως προεκλογική τακτική, αφού σε τίποτε άλλο πλέον δεν μπορούμε να πούμε πως διαφέρουμε από τους προηγούμενους.

Μπορεί να κάναμε τα ίδια και χειρότερα, να υπογράψαμε μνημόνια, να τα βρήκαμε με όλους, από τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους μέχρι τον ΣΕΒ και την Εκκλησία, να διορίσαμε όποιον πέρασε έξω από τα γραφεία μας…

Να δώσαμε προεκλογικούς μποναμάδες «ελεημοσύνης», να προσπαθήσαμε να αλώσουμε τη δικαιοσύνη και τα Μέσα, αλλά, τουλάχιστον, εμείς… δεν κλέψαμε.

Τι λέτε, θα πιάσει αυτό το τελευταίο και πολύ επικίνδυνο χαρτί;
 Όλα για όλα!

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

181122 ΜΑΧΗΤΙΚΟΝ-1


Το ένα πουλάκι:
Βαίνομεν προς εκλογάς!

Το έλεγε ο Θανασάκης ο Πολιτευόμενος, το λέμε κι εμείς, όχι έτσι, χωρίς λόγο, ούτε φυσικά επειδή προσπαθούμε να σας πούμε κάτι νέο, κάτι που δεν το ξέρει κι ο τελευταίος Έλληνας. (Τελευταίος, χωρίς αξιολογική σειρά, για να μην πέσουμε και πάνω σε άλλα!)

Το αναφέρουμε επειδή θα θέλαμε να συζητήσουμε τη διαδρομή, το ωραίο ταξίδι, μέχρι τις εκλογές, το οποίο έχει ξεκινήσει ήδη. Ας διευκρινίσουμε ότι δεν μιλάμε για όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που περιμένουμε το επόμενο διάστημα.

Σήμερα θα αναφερθούμε στις εθνικές εκλογές∙ για τις αυτοδιοικητικές, που είναι εξίσου σημαντικές, θα το κάνουμε άλλη φορά, όπως και για τις ευρωεκλογές που επίσης υπάρχουν στο εκλογικό καλεντάρι.

Με τι εφόδια κατεβαίνουν στον εκλογικό στίβο οι διεκδικητές της εξουσίας; Να κάτι που αξίζει να το παρατηρήσει κανείς. Ποια θα είναι τα όπλα τού καθενός και με τι είδους επιχειρήματα θα ζητήσουν την ψήφο μας;

Ας ξεκινήσουμε με τα δύο μεγάλα κόμματα και στη συνέχεια, αν έχουμε χρόνο, λέμε κάτι και για τα μικρότερα. Θέλετε να κάνουμε αρχή από τη Νέα Δημοκρατία; Πού βλέπετε εσείς να εστιάζει το προεκλογικό της σκεπτικό;

Να σας πω τι βλέπω εγώ. Κατ’ αρχάς βλέπω να ποντάρει στην αποτυχία της παρούσας κυβέρνησης να φέρει τις καλύτερες μέρες που υποσχέθηκε. Τους τα χαλάει βέβαια λίγο το θέμα με τις συντάξεις, στο οποίο κακώς έδωσαν τόση σπουδαιότητα.

Η (μη) περικοπή των συντάξεων έπρεπε να απασχολεί αποκλειστικά την κυβέρνηση, με μια έξυπνη αντιπολίτευση να την περιμένει στη γωνία, αφήνοντας τους συνταξιούχους να κρίνουν αν θα απογοητευτούν ή όχι.

Επενδύοντας στην περικοπή των συντάξεων, από τη μια δεν κερδίζεις τίποτα περισσότερο, αν συμβεί, από την άλλη έχεις να χάσεις, αν οι συνταξιούχοι τη γλιτώσουν, έστω και προσωρινά. Όπως και διαφαίνεται.

Παρεμπιπτόντως, μια απορία: Αφού «βγήκαμε από τα μνημόνια και την επιτήρηση», γιατί περιμένουμε την άδεια των δανειστών για να μην κόψουμε τις συντάξεις; Λαϊκίζω και δεν κάνει∙ επανέρχομαι στη Νέα Δημοκρατία.

Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θα εστιάσει είναι το… κεντροδεξιό προφίλ που θέλει να παρουσιάσει. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις διάφορες μεταγραφές υποψηφίων που δεν προέρχονται από τον στενά κομματικό της χώρο.

Είδαμε τον Πέτρο Τατσόπουλο και να είστε βέβαιοι ότι θα δούμε και άλλους. Ασφαλώς εδώ, στο μεταγραφικό πεδίο, θα στηθούν μάχες, με την Νέα Δημοκρατία να έχει κάποιο προβάδισμα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολο, πλέον, να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο.

Το άλλο πουλάκι:
Ποιο είναι το γερό της χαρτί;

Χωρίς αμφιβολία είναι η «ησυχία, τάξις και ασφάλεια», την οποία υπόσχεται στους πολίτες της χώρας, κυρίως της Αθήνας. Κάτι που, αν σε παλιότερες αποχές ακουγόταν εφιαλτικό, φτάσαμε σήμερα να είναι απαιτητό από πολλούς.

Στο πλαίσιο αυτό πρόκειται να επενδύσει στην ανοχή (για κάποιους και συμπάθεια) που δείχνει η κυβέρνηση σε φαινόμενα… αγωνιστικής βίας, καθώς και στην πανθομολογούμενη ανομία που επικρατεί στα πανεπιστήμια.

Δείτε λίγο τι έγινε με το Πολυτεχνείο και να είστε βέβαιοι ότι το πράγμα θα κλιμακωθεί με την «επέτειο Γρηγορόπουλου». Το ενδιαφέρον είναι να δούμε τη στάση που θα κρατήσει η κυβέρνηση. Ήδη έκανε συλλήψεις!

Στο μέτωπο της οικονομίας, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να επικαλεστεί την «ελπιδοφόρο κατάσταση» στην οποία είχε φέρει την χώρα στα τέλη του 2014, πράγμα όμως που μοιάζει τόσο μακρινό, μετά από όσα μεσολάβησαν.

Έτσι, το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί είναι η προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα, καθώς και οι φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες θα παίξουν σε σχέση με τα θηριώδη πλεονάσματα, τα οποία η κυβέρνηση θέλει να μετατρέψει σε «παροχές».

Αυτό με τους φόρους θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το παρακολουθήσουμε, αφού απασχολεί πράγματι την κοινωνία, ιδιαίτερα εκείνο το κομμάτι της που δεν μπορεί να αποφύγει την πληρωμή τους. (Οι άλλοι γκρινιάζουν για τα μάτια του κόσμου.)

Υπάρχει ακόμη το μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, όπου θα δοθεί βαρύτητα, όπως είναι αναμενόμενο, στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μένει να δούμε αν το πεδίο προεκλογικού ανταγωνισμού θα βλάψει ή θα ωφελήσει την εθνική υπόθεση της ονομασίας.

Να μου το θυμηθείτε όμως πως σημαντικό χαρτί στα χέρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα είναι και οι πολύνεκρες τραγωδίες που συνέβησαν «στη βάρδια» της κυβέρνησης. Θα τονίσει ιδιαίτερα την αδυναμία λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού.

Ιδίως αν γίνει καμιά «στραβή» και έχουμε τίποτα «ακραία καιρικά φαινόμενα» μέσα στην προεκλογική περίοδο, τότε το θέμα θα το σηκώσουν όσο παίρνει. Αυτό όμως είναι ένα στοίχημα που θα βάλει και η κυβέρνηση με τον εαυτό της.

Γενικά, η Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι θα επενδύσει στην «αποτυχία» της κυβέρνησης, στις πολλές παλινωδίες της, στις λανθασμένες επιλογές στελεχών, κυρίως όμως στις υποσχέσεις που έδωσε και δεν μπόρεσε να τηρήσει.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Δεν έγινε πράξη»!

Αυτό θα είναι το μοτίβο πάνω στο οποίο θα «παίξει» προεκλογικά η Νέα Δημοκρατία. Θα μιλήσει για όλα όσα υποσχέθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, είτε πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, είτε πριν από εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2015.

Αφήσαμε απ’ έξω μερικά ακόμη ενδιαφέροντα πεδία, όπως το θέμα της δικαιοσύνης και εκείνο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία επίσης θα χρησιμοποιηθούν στην προεκλογική μάχη. Εδώ θα είμαστε να την παρακολουθήσουμε.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν προλάβαμε∙ κι αύριο μέρα είναι.
 Από την εξέδρα!

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

181121 ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Αναθεώρηση!

Η λέξη από μόνη της, ειδικά αν την δούμε σαν ρήμα -αναθεωρώ-, σημαίνει ξανασκέφτομαι κάποια πράγματα, μέσα από άλλη οπτική, και αυτό, όπως όλοι ξέρετε, δεν είναι καθόλου κακό˙ απεναντίας!

Αν ανοίξουμε το λεξικού του Τριανταφυλλίδη θα διαβάσουμε: «αναθεωρώ [anaθeoró] -ούμαι: α. επανεξετάζω, ελέγχω κτ. για να διορθώσω σφάλματα ή για να συμπληρώσω παραλείψεις: Θα αναθεωρηθούν οι εκλογικοί κατάλογοι. 

β. τροποποιώ κτ. υπό το πρίσμα νέων δεδομένων ή ύστερα από επανεκτίμηση των δεδομένων: H βουλή αναθεώρησε ορισμένα άρθρα του συντάγματοςH κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου». 

Σημαίνει όμως και κάτι επίσης πολύ σχετικό˙ σημαίνει: «μεταβάλλω: H πείρα της ζωής με υποχρέωσε να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου». Όπως καταλαβαίνετε, όλα τα παραπάνω έχουν σχέση με τη συζήτηση των ημερών.

Γίνεται, λοιπόν, να αναθεωρήσουμε, δηλαδή να τροποποιήσουμε κάποια άρθρα του Συντάγματος, αν δεν αναθεωρήσουμε, δηλαδή δεν μεταβάλουμε κάποιες από τις απόψεις μας, κυρίως όπως αυτό επιβάλλεται από την ίδια τη ζωή;

Και το αντίστροφο; Αν η ζωή η ίδια και η καθημερινή πραγματικότητα μάς επιβάλλουν να αναθεωρήσουμε αντιλήψεις περασμένων ετών, έχει νόημα να επιμένουμε αυτό να μην εκφραστεί και σε μια αναθεώρηση του Συντάγματος;

Δεν θέλω να απλώσουμε την κουβέντα σε όλα τα προς αναθεώρηση άρθρα, ίσως το κάνουμε κάποια άλλη φορά. Ελάτε σήμερα να συζητήσουμε για το άρθρο 16 και το αίτημα για την ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα.

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Ποιος διαφωνεί με την πρόταση «όλοι οι Έλληνες [θα] είναι ίσοι απέναντι στο αγαθό της γνώσης»; Φαντάζομαι κανείς. Πώς θα σας φαινόταν όμως αν το ακούγατε αυτό από κάποιον που στέλνει τα παιδιά του σε ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο;

Ξεκαθαρίζω, για να μην παρεξηγηθώ. Καλά κάνει ο κάθε γονιός, εν προκειμένω ο πρωθυπουργός της χώρας, και επιλέγει για τα παιδιά του ό,τι θεωρεί καλύτερο. Το πρόβλημα ξεκινά όταν… επιλέγει και για τα παιδιά «του λαού».

Εκ της θέσεώς του, έτσι; Είπε, λοιπόν στη Βουλή: «Παιδεία άλλη για τους κληρονόμους και άλλη για τα παιδιά του λαού δεν θα επιτρέψουμε». Εννοούσε, φυσικά, ανώτατη εκπαίδευση, γιατί, για τις κατώτερες βαθμίδες, μια χαρά επιτρέπει.

Το άλλο πουλάκι:
Ποια είναι τα «παιδιά του λαού»;

Από τα λεγόμενα του πρωθυπουργού στη Βουλή, συνάγουμε ότι είναι εκείνα για τα οποία υπάρχουν και λειτουργούν τα κρατικά πανεπιστήμια στη χώρα μας. Ενώ «οι κληρονόμοι» εκείνοι στους οποίους (θα) απευθύνονται τα μη κρατικά.

Ελάτε όμως, με βάση όσα είπαμε προηγουμένως για την πραγματικότητα και τις αναθεωρήσεις που επιβάλλει, να δούμε αν ισχύει κάτι τέτοιο. Ξέρετε πόσα παιδιά σπουδάζουν σήμερα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού;

Έψαξα και (δεν) βρήκα αριθμούς που κυμαίνονται από τριάντα επτά, μέχρι πενήντα χιλιάδες φοιτητές. Μάλλον εξαρτάται από το αν συμπεριλαμβάνονται και οι μεταπτυχιακές σπουδές. Ας μην σταθούμε όμως σ’ αυτό.

Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί μάς υποχρεώνουν να παραδεχτούμε ότι δεν μιλάμε για «κληρονόμους», ούτε καν για τα παιδιά όσων στέκονται ικανοποιητικά οικονομικά. Να το πω απλά, φεύγει όποιος μπορεί.

Είτε επειδή δεν πέρασε εδώ στη σχολή που θα επιθυμούσε, είτε επειδή επιθυμεί ένα καλύτερο επίπεδο σπουδών, είτε επειδή, σε κάποιες περιπτώσεις, απλώς συμφέρει. Αυτό το τελευταίο ας μην το αναλύσουμε τώρα.

Ας δούμε όμως πόσο υποκριτικό είναι να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο γεγονός αυτό˙ ότι χιλιάδες παιδιά φεύγουν, μαζί με το συνάλλαγμά τους (μισό δισ. τον χρόνο) απλώς και μόνο επειδή εμείς «δεν θέλουμε παιδεία για τους κληρονόμους».

Επιπλέον, σχετικές εκθέσεις της Εθνικής Τράπεζας υποστηρίζουν πως η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων, και η προσέλκυση φοιτητών ξένων χωρών σ’ αυτά, θα μπορούσε να ωφελήσει την εθνική οικονομία κατά 1,8 δισ. ετησίως.

Ας έρθουμε όμως σε κάτι πιο ουσιαστικό. Αφού επιμένουμε να έχουμε πανεπιστήμια (τελικά, μόνο) «για τα παιδιά του λαού», θα πρέπει και να συμφωνήσουμε αν αυτά τα πανεπιστήμια είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να τους εξασφαλίσουμε.

Εδώ οι απόψεις διίστανται. Κάποιοι θεωρούν ότι η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων θα συμπαρασύρει προς το καλύτερο και τα ήδη υπάρχοντα, ενώ άλλοι επιμένουν πως το μόνο που θα κάνει είναι να τα υποβαθμίσει.

(Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα πανεπιστήμιά μας λειτουργούν μια χαρά και πως όσοι μιλούν για προβλήματα απλώς τα συκοφαντούν, όμως, είπαμε, η πραγματικότητα δεν σου ζητά παρά να την κοιτάξεις κατάματα.)

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ας δούμε τι γίνεται αλλού.

Στην Κύπρο, για παράδειγμα, ακούγεται ότι τα κρατικά πανεπιστήμια ευνοήθηκαν από τον ανταγωνισμό (ευγενή άμιλλα το λένε οι ίδιοι) με τα ιδιωτικά. Εδώ λέτε να συμβεί ό,τι και με τα ιδιωτικά… ιατρικά κέντρα;

Αστειεύομαι. Το επίπεδο των παρεχόμενων κρατικών υπηρεσιών εξαρτάται κυρίως από το ίδιο το κράτος και τις δυνατότητες που αυτό έχει, καθώς και τις προτεραιότητες που θέτει. Ας μην υποκρινόμαστε ότι φταίει ο ανταγωνισμός.

Εξάλλου, όπως υποστηρίζει κι ένας καλός φίλος, όσες χώρες προόδευσαν πραγματικά, το έκαναν μέσα σε συνθήκες δημοκρατίας και ελεύθερου ανταγωνισμού. Όσες προσπάθησαν να προστατευτούν και να προστατέψουν τον λαό και τα παιδιά του…

Τρέχουν, τώρα, και δεν φτάνουν!
Για να είμαστε ακριβείς, αναθεωρούν πολλά από όσα υποστήριξαν και εφάρμοσαν στο παρελθόν. Σε αντίθεση με εμάς που αρνούμαστε να το κάνουμε. Και επιμένουμε.
 Αναθεωρήστε, αναθεωρήστε, κάτι θα μείνει.