Το ένα πουλάκι:
Θα τα
πούμε στα δικαστήρια…
Είναι
γνωστή η τάση που έχουμε, ως Έλληνες, να λύνουμε τις διαφορές μας στις αίθουσες
των δικαστηρίων. Ελάχιστες διαφορές λύνονται με εξωδικαστικό τρόπο, παρά το
μεγάλο κόστος που έχει κάθε προσφυγή στη δικαιοσύνη.
Το
αποτέλεσμα είναι να εκκρεμούν χιλιάδες υποθέσεις, οι οποίες, με τις πολλές
αναβολές και τις εκδικάσεις σε δεύτερο και τρίτο βαθμό, δημιουργούν την
κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε. Την μη απόδοση δικαιοσύνης.
Δεν
το λέμε εμείς, το υποστηρίζουν εκείνοι που γνωρίζουν τα νομικά. Όταν η
δικαιοσύνη αργεί πολύ να αποδοθεί, τότε παύει να είναι τέτοια. Εμείς όμως δεν
βάζουμε μυαλό˙ μας αρκεί το αίσθημα ότι βάλαμε τον αντίδικο στη θέση του.
Δεν
ξέρω αν ήταν και παλαιότερα έτσι, έχω όμως την αίσθηση ότι, τα τελευταία χρόνια
έχουν αυξηθεί και οι προσφυγές πολιτών εναντίον του κράτους. Τα Διοικητικά
Δικαστήρια δεν προλαβαίνουν να εκδικάζουν υποθέσεις.
Πρόσφατα
ακούσαμε για συνταξιούχους που δικαιώθηκαν και πρέπει λέει να τους καταβληθούν
αναδρομικά τα χρήματα από περικοπές που έγιναν στις συντάξεις τους. Επιπλέον έχουν
προσφύγει και άλλοι που ζητούν πίσω τα «δώρα».
Φαντάζεστε
τι έχει να γίνει; Πρώτα πρώτα έχει ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου για την κατάθεση
των απαραίτητων δικαιολογητικών, προκειμένου να προλάβουν όλοι τις προθεσμίες,
ώστε να κατοχυρώσουν δικαίωμα προσφυγής.
Μετά
αρχίζει η αναζήτηση των δικηγορικών γραφείων που εξειδικεύονται σε τέτοιου
είδους υποθέσεις και θα αναλάβουν την εκπροσώπηση των πολιτών ενώπιον των
δικαστηρίων. Το πράγμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Απορία
που δεν την έλυσα ποτέ: γιατί, εφόσον δικαιωθεί κάποιος και αποφασιστεί τελεσιδίκως
να του δοθεί… ό,τι τέλος πάντων δικαιούται, πρέπει και όλοι οι άλλοι, εντελώς
ίδιες περιπτώσεις, να προσφύγουν ατομικά;
Για
να το δώσω με παράδειγμα: Προσφεύγει κάποιος συνταξιούχος και ζητάει αναδρομικά
κάποιες κρατήσεις που θεωρεί ότι του έγιναν παρανόμως. Δικαιώνεται και το κράτος
υποχρεώνεται να του δώσει τα χρήματα.
Δεν
γίνεται να αποφασίσει να τα δώσει και σε όλους τους άλλους που τα δικαιούνται,
χωρίς αυτοί να αναγκαστούν να προσφύγουν, ο καθένας ατομικά, στα δικαστήρια,
για την ίδια ακριβώς υπόθεση;
Το άλλο πουλάκι:
Δεν
γίνεται!
Διότι,
σου λέει, ο άλλος μπορεί να είναι καλός άνθρωπος και καλύτερος πατριώτης και να
μην θέλει να πάρει πίσω εκείνα που του κρατήσαμε. Να του τα δώσουμε με το ζόρι;
Αν τα επιθυμεί πραγματικά, ασ’ τον να πάει να τα ζητήσει στα δικαστήρια.
Φαντάζεστε
όμως, ρε παιδιά; Να δικαιωθούμε, λέει, όλοι, και να υποχρεωθεί το κράτος να μας
δώσει αναδρομικά τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας (ναι, και αυτή με κεφαλαίο)
που δεν πήραμε τόσα χρόνια.
Μισθωτοί
και συνταξιούχοι -συγχωρήστε μου την έκφραση- θα… χεστούμε στο ευρώ! Το ίδιο
και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, διότι, φυσικά, δεν θα τρέξουμε να βάλουμε τα
λεφτά μας στις τράπεζες!
Δηλαδή,
ξαφνικά, χάρη στις δικαστικές αποφάσεις που θα μας… δικαιώσουν, θα γίνουμε όλοι
πλουσιότεροι. Τόσο απλό και τόσο εύκολο! Τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι πως
αυτό ήταν και το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην αντιπολίτευση.
Αντί
για περικοπές, να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, ώστε να κυλήσει χρήμα
στην αγορά, να πάρει μπρος η οικονομία και να δημιουργηθούν νέες θέσεις
εργασίας. Δεν ξέρω γιατί, όταν έγινε κυβέρνηση, άφησε στην άκρη τέτοιο ωραίο
σχέδιο.
Φαντάζομαι
πως θα σκάλωσε σε μια μικρή λεπτομέρεια˙ στο ότι τα λεφτά γι’ αυτές τις αυξήσεις
δεν υπάρχουν στα ταμεία του κράτους και πρέπει να τα δανειστούμε. Σε συνδυασμό
με μια άλλη λεπτομέρεια, ότι δεν βρισκόταν κανείς να μας τα δανείσει.
Εκτός
από τους εταίρους μας, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν να δώσουν τα χρήματά τους για
να παίρνουμε εμείς μεγαλύτερους μισθούς και συντάξεις. Επιπλέον ήθελαν να
διασφαλίσουν ότι κάποια στιγμή θα τα
έπαιρναν πίσω.
Έτσι
μας «φόρεσαν» τα μνημόνια. Και μας υποχρέωσαν να κάνουμε περικοπές αντί για αυξήσεις,
να βγαίνουμε μεγαλύτεροι στη σύνταξη, να ψάχνουμε δουλειά και έξω από το δημόσιο
και να πληρώνουμε περισσότερους φόρους.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τώρα
όμως επανερχόμαστε.
Χάρη
στις δικαστικές αποφάσεις που λένε ότι κακώς έγιναν οι περικοπές, το κράτος πιθανότατα
να υποχρεωθεί να πληρώσει αναδρομικά, και μάλιστα με τους τόκους. Το ερώτημα είναι
πού θα τα βρει.
Μια
απάντηση είναι από τα πλεονάσματα. Τα οποία όμως δεν φτάνουν για όλους. Και τα οποία,
κακά τα ψέματα, δημιουργούνται χάρη στην υπερφορολόγηση εκείνων που μπορούν
(μπορούν;) ακόμη να πληρώνουν.
Αυτό
βεβαίως δεν μας απασχολεί καθόλου. Ας τα πάρουμε εμείς τα αναδρομικά που «δικαιούμαστε»
κι ας πάνε να πνιγούν όλοι οι άλλοι. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να τρέξουμε
να προλάβουμε πριν προλάβουν εκείνοι.
Μα,
καλά, θα αναρωτηθεί κάποιος αφελής. Αυτός ακριβώς δεν ήταν ένας από τους κυριότερους
λόγους που οδηγηθήκαμε στην κρίση -ποια κρίση, στην χρεοκοπία- και αναγκαστήκαμε
να πάρουμε αυτά τα μέτρα;
Αυτός
δεν ήταν ο λόγος -εντάξει, ένας από τους κυριότερους- που βλέπουμε τα παιδιά
μας να είναι άνεργα, να αναγκάζονται να ξενιτευτούν ή να ψάχνουν για εργασία
των πεντακοσίων ευρώ, όταν εμείς (θα) παίρνουμε σύνταξη τα τριπλάσια;
Μήπως
κάτι δεν κάνουμε καλά; Μήπως μοιάζουμε με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του,
στην οποία είναι δεμένο ένα κομματάκι κρέας, που για να το φτάσει, αν ποτέ το
φτάσει, πρέπει να ξοδέψει πολλαπλάσιες θερμίδες από όσες θα πάρει τρώγοντάς το;
Μήπως;
Εδώ ήρθαμε˙ πάμε να φύγουμε!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου