ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

171221 ΠΡΟΓΕΡΑΣΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Τι μαθαίνουμε από τους γονείς μας;

Να ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να απαντήσουμε όλοι. Όχι όμως για να τους αναγνωρίσουμε την προσπάθεια που κάνουν, όταν είμαστε παιδιά, να μας μάθουν τον κόσμο και να μας εντάξουν σ’ αυτόν.

Διότι, το ερώτημα δεν μιλάει για το αυτονόητο, δηλαδή για όλα εκείνα που διδασκόμαστε από τους γονείς μας, καθώς είμαστε βρέφη και σιγά σιγά μεγαλώνουμε. Αυτά είναι σίγουρα πάρα πολλά και για τον καθένα έχουν διαφορετική αξία.

Το ερώτημα απευθύνεται σε ενήλικες και μάλιστα σε όσους έχουν περάσει τη λεγόμενη «μέση ηλικία» και βλέπουν τους γονείς τους να βρίσκονται ακόμη πιο μπροστά, στην «τρίτη ηλικία». Τι διδάσκονται, τι διδασκόμαστε από αυτούς;  

Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολύ σημαντική, γιατί θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε πολλά πράγματα, τα οποία, αν μπορέσουμε να τα εφαρμόσουμε, θα κάνουμε καλύτερη τη ζωή μας στα γεράματα.

Κυρίως όμως θα κάνουμε πιο εύκολη τη ζωή των παιδιών μας, ή εκείνων τέλος πάντων που θα έχουν αναλάβει την ευθύνη να μας γηροκομήσουν. Όπως ακριβώς και εμείς τώρα τους γονείς μας, από τους οποίους… πρέπει να μάθουμε.

Να μάθουμε! Όχι απλώς να τους παρατηρήσουμε και να καταλάβουμε ή να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά τους, αλλά να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι στάση και συμπεριφορά, όταν θα έρθουμε «στα δικά τους».

Την ιδέα για τη σημερινή κουβέντα μάς την έδωσε ένα άρθρο στους New York Times δηλαδή στα ΧΡΟΝΙΚΑ της Νέας Υόρκης, που ανήκει στον Steven Petrow και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Πράγματα που θα κάνω αλλιώς, όταν γεράσω».

Ο συγγραφέας του άρθρου, έχοντας περάσει τα εξήντα, μας λέει ότι παρακολουθεί εδώ και μια δεκαετία τους γονείς του, προκειμένου να δημιουργήσει μια λίστα με πράγματα που θα επιδιώξει να κάνει ή θα προσπαθήσει να αποφύγει, όταν φτάσει στην ηλικία τους.

Βεβαίως, το ερώτημα που κυρίως τον απασχόλησε, καθώς έβλεπε τη λίστα του να μεγαλώνει συνεχώς, είναι το πότε ακριβώς θα έχει φτάσει στην ηλικία που θα πρέπει να πάψει να παρατηρεί και να καταγράφει, για να περάσει στην υλοποίηση των σχεδίων του.

Το άλλο πουλάκι:
Τι μαθαίνουμε από τους γονείς μας;

Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε είναι ότι αρνούνται να παραδεχτούν πως γέρασαν˙ νομίζουν ή θέλουν να πιστεύουν πως είναι ακόμη νέοι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θα σας διηγηθώ ένα αληθινό, αστείο περιστατικό.

Δυο γιαγιάδες, αδελφές, ζούσαν μαζί, όντας η μία, η μεγαλύτερη, ενενήντα τριών και η άλλη, η πιο… νέα, ογδόντα έξι ετών. Κάποια στιγμή βλέπει η μικρότερη την αδελφή της να έχει ανέβει στη σκάλα για να φτάσει κάτι.

Έντρομη της φωνάζει πολύ αυστηρά. «Κατέβα, καλέ, από εκεί, μην πέσεις και σπάσεις τίποτε. Τι δουλειά έχεις εκεί πάνω; Κατέβα γρήγορα. Τι νομίζεις; Ακόμη ενενήντα είσαι;»
Όχι, η αδελφή της δεν ήταν ενενήντα για να ανεβαίνει σε σκάλες. Είχε πια μεγαλώσει.

Ποιο είναι, λοιπόν, εκείνο το όριο το οποίο μας λέει ότι δεν είμαστε πια νέοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα όπως κάποτε; Αν αυτό το παρατηρούμε και το καταλογίζουμε στους γονείς μας, μήπως δεν ισχύει και για μας σήμερα;

Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που καλό θα είναι να τα έχουμε κατά νου, μάλιστα όχι μόνο κατά νου, αλλά να τα σημειώσουμε και κάπου, για να τα δούμε γραμμένα, όταν θα έρθει η ώρα να τα χρειαστούμε.

Ας πούμε να γράψουμε «Θα ακούω το παιδί μου και θα παίρνω τα φάρμακα που θα μου δίνει, γιατί εκείνο, τώρα, ξέρει καλύτερα». Με τονισμένο το «τώρα». Μπορούμε και να συμπληρώσουμε «όχι όπως οι δικοί μου οι γονείς».

Θα το κάνουμε όμως; Θα σταματήσουμε να οδηγούμε, όταν τα παιδιά μας θα μας πουν ότι έχουμε χάσει πλέον την απαραίτητη ικανότητα και τα αντανακλαστικά μας είναι τέτοια που κατάντησαν επικίνδυνα, περισσότερο για τους άλλους;

Θα αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε το μπαστούνι ή το Πι εγκαίρως, πριν η αστάθεια μάς κάνει να πέφτουμε δεξιά και αριστερά και να τρέχουμε -να μας τρέχουν- με κατάγματα στα νοσοκομεία;

Θα δεχτούμε να φορέσουμε την κατάλληλη πάνα όταν έρθει ο καιρός της ακράτειας, ή θα συνεχίσουμε να το παίζουμε ξεχασιάρηδες νέοι, ταλαιπωρώντας τα παιδιά μας ή εκείνους που θα έχουν αναλάβει τη επίβλεψή μας;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Οι γέροι αλλάζουν χαρακτήρα!

Γίνονται περίεργοι, δύστροποι˙ άνθρωποι που στα νιάτα τους ήταν λεπτότατοι και πάντα ευγενικοί, άνθρωποι που δεν έλεγαν κακιά κουβέντα, φτάνουν να βρίζουν με λέξεις που ντρέπεσαι να τις ακούς.

Άνθρωποι υπομονετικοί και διακριτικοί καταντούν να κάνουν χοντράδες, να απαιτούν τα πάντα στη στιγμή, να μην υπολογίζουν πως και οι άλλοι γύρω τους έχουν ανάγκες και προτεραιότητες.

Εμείς τα βλέπουμε τώρα και παραξενευόμαστε, δεν μπορούμε να δείξουμε την απαραίτητη κατανόηση, να έχουμε μαζί τους την υπομονή που χρειάζεται. Ούτε που μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας στη θέση τους.

Και όμως, αν ζήσουμε, το βέβαιο είναι ότι θα κάνουμε τα ίδια. Λέτε να μας βοηθήσει το γεγονός ότι τα σκεφτόμαστε από τώρα και σχεδιάζουμε να κάνουμε κάτι, προκειμένου να μην ταλαιπωρούμε τόσο τους ανθρώπους που θα βρεθούν πλάι μας;

Ποιος ξέρει; Ο χρόνος θα δείξει. Εμείς ας προετοιμαζόμαστε και…
 Είμαστε στη νεότητα των γηρατειών!

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

171220 ΠΙΣΙΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Οι παροιμίες είναι σοφές!

Όχι όλες, όχι όλες στον ίδιο βαθμό, πάντως μια μικρή ή μεγαλύτερη σοφία την έχουν οι περισσότερες. Για παράδειγμα η τούρκικη παροιμία που λέει «καλύτερα να είσαι άρρωστος, παρά να κοιτάζεις άρρωστο». Δεν είναι εντελώς βγαλμένη από τη σοφία της ζωής;

Το ενδιαφέρον με τις παροιμίες είναι ότι αποτελούν ολοζώντανα στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι, παρά τη ζωή αιώνων που έχουν κάποιες, εξακολουθούν να ισχύουν ακόμη.

Σκεφθείτε λίγο αν θα πάψει ποτέ να διατυπώνει μια πανανθρώπινη, αλλά και πάντοτε επίκαιρη, αλήθεια η παροιμία «να ‘μουνα νιος και να ‘ξερα, γέρος και να μπορούσα»! Ή εκείνη που λέει (προσέξτε την Προστακτική τού «ζω») «απόθανε να σ’ αγαπώ και… ζε να μη σε θέλω»!

Εννοείται ότι, έκτος από τεράστια δεξαμενή σοφίας, οι λαϊκές παροιμίες αποτελούν και μια ανεξάντλητη γλωσσική κιβωτό, όπου έχουν διασωθεί πολύτιμοι γλωσσικοί θησαυροί που, διαφορετικά, θα χάνονταν για πάντα.

Σκεφτείτε μόνο ότι για κάποιες παροιμίες θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρη εργασία πάνω στη σύνταξη, τη φωνολογία, ή τη σημασιολογία που διαθέτουν: «Πότε με τα καρύδια του, πότε με τα γλυκά του, ήφερε την καλόγρια εις τα θελήματά του»!

Όπως, ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο τους είναι ότι, ενώ φαίνεται να απευθύνονται σε ένα πρόσωπο, να συμβουλεύουν κάποιον συγκεκριμένο, η ισχύς τους μπορεί να είναι γενικότερη και να αφορά ακόμη και… κυβερνήσεις: «Τον δουλευτή σου πλέρωνε και ψυχικά μην κάνεις»!

Εκείνο όμως που δείχνει ολοκάθαρα πως οι παροιμίες αποτελούν ολοζώντανο στοιχείο του λαϊκού μας πολιτισμού είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι όχι απλώς τις χρησιμοποιούν καθημερινά, αλλά, ενίοτε, τις παραλλάσσουν, δίνοντας σ’ αυτές νέες διαστάσεις.

Σίγουρα θα έχετε ακούσει ότι «όσα δεν φτάνει η αλεπού πηδάει και τα πιάνει». Ή ότι «όποιος νύχτα περπατεί κοιμάται την ημέρα». Ακόμη και πως «το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο παλικάρι». Αυτά όλα κάτι μας λένε…

Για μια τέτοια παραλλαγή θα θέλαμε να σας μιλήσουμε σήμερα. Η οποία όμως, μπορεί να ξεκινάει από παροιμία, ή από εκεί να την ξεκινάμε εμείς, όμως καταλήγει σε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον για όσους μελετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Είμαι βέβαιος ότι όλοι γνωρίζετε την παροιμία «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Τι θα λέγατε όμως αν στη θέση του φίλου βάζαμε μια άλλη δισύλλαβη λέξη που τελειώνει πάλι σε «λο» αλλά αρχίζει από «κώ»;

Το άλλο πουλάκι:
Ξεχάστε τις παροιμίες.

Μπορεί η αυτογνωσία ή η γνώση που θα μας δώσουν οι άλλοι για τον εαυτό μας να αντικατοπτρίζεται μέσα στις φιλίες μας, η «επιστήμη» όμως έχει πάει πολύ μακριά˙ όσο δεν το φαντάζεστε. Χέρι χέρι πάντοτε με τη βλακεία!

Και όταν λέμε επιστήμη δεν εννοούμε άλλη από την «ραμπολογία» (rumpology στα αγγλικά, από το rump που είναι τα οπίσθια) δηλαδή εκείνη που βγάζει συμπεράσματα για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου και προβλέπει το μέλλον του, μελετώντας τον… πισινό του!

Δεν μπορεί, κάπου θα το πήρε το μάτι σας. Την περασμένη εβδομάδα ήταν γεμάτο το διαδίκτυο από τέτοιου είδους αναρτήσεις. Τα κουτσομπολίστικα αλλά και τα δημοσιογραφικά σάιτ και οπωσδήποτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Εδώ ας κάνουμε μια μικρή στάση για να σχολιάσουμε -παραλλήλως- ένα άλλο ενοχλητικό φαινόμενο. Βλέπεις παντού το ίδιο ακριβώς κείμενο, με τις ίδιες φωτογραφίες και το ίδιο βίντεο να το συνοδεύουν και κανείς δεν λέει από πού το πήρε.

Προφανώς από κάποιο ξένο σάιτ, το οποίο θα το πήρε από κάποιο άλλο και πάει λέγοντας. Υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση να μιλάμε για… κατασκευασμένη είδηση; Πιθανότατα! Είναι όμως από τις ειδήσεις που δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν δεν είναι αληθινές.

Ο λόγος είναι προφανής. Διότι, ακόμη και αν είναι πέρα για πέρα κατασκευασμένες, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι πραγματικές. Επιπλέον, το κοινό τις δέχεται ευκολότατα σαν τέτοιες, οπότε…

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη ραμπολογία. Δεν μας έφταναν εκείνοι που διαβάζουν τα φλιτζάνια του καφέ, τα χαρτιά, τις σφαίρες, τα άστρα, ή τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια του… θύματος, τώρα έχουμε κι εκείνους που διαβάζουν τους πισινούς. 

Είχατε σκεφτεί ποτέ ότι από τον όγκο, το σχήμα, τις ραβδώσεις ή άλλα χαρακτηριστικά του αποτέτοιου σας θα μπορούσε κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα σας και να προβλέψει το μέλλον που θα έχετε;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πώς γίνεται όμως η «ανάγνωση»;

Εδώ υπάρχει μια διαφοροποίηση η οποία όμως δεν διευκρινίζεται στο ρεπορτάζ. Διότι λέει πως το «μέντιουμ», ο επιστήμων ραμπολόγος τελοσπάντων, άλλοτε χρησιμοποιεί μόνο οπτική… επαφή και άλλοτε ειδικές διαφάνειες που επικολλά στο προς εξέταση σημείο.

Κάποιες φορές όμως πρέπει να χρησιμοποιήσει και το… άγγιγμα, δηλαδή να σου πιάσει τον κώλο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Και τότε θα καταλάβει, λέει, τι άνθρωπος είσαι.

Αυτά από το ρεπορτάζ. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να σας πληροφορήσου με αν υπάρχουν περιπτώσεις όπου, προκειμένου η πρόβλεψη να είναι πιο λεπτομερής, απαιτείται να γίνει και μια πιο… σε βάθος εξέταση.

Πάντως, για να μην σας αφήσουμε με την απορία, σας λέμε ότι -δηλαδή η επιστήμη το λέει-  σε γενικές γραμμές, τα στρογγυλά και σφιχτά οπίσθια δείχνουν άνθρωπο χαρούμενο και αισιόδοξο.

Και, για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, να η λαϊκή σοφία που ταιριάζει γάντι στην περίσταση: «Πήγα να πω τον πόνο μου και μου ‘πιασαν τον κώλο μου»!
 Τελικά, μόνο λεφτά δεν υπάρχουν!

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

171219 ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Αφιερωμένο εξαιρετικά!

Συνεχίζοντας από χθες, αφιερώνουμε σε όλους εκείνους (53%) που δηλώνουν ότι τα πράγματα τη δεκαετία του ’60 ήταν καλύτερα από σήμερα. Παίρνουμε λίγα λόγια από μια παλαιότερη (2009) συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου:

«Το φαινόμενο ήταν περίεργο. Είχαμε μία μουσική από τον Πρίσλεϊ και μετά, που αυτοί οι οποίοι ήταν κάτω από τα 25 την καταλάβαιναν πολύ καλά και τη γλεντούσαν και αυτοί που ήταν πάνω από τα 25 την έβρισκαν εντελώς ακατανόητη.

Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, γιατί παλιά δεν υπήρχε μουσική για νέους, η μουσική ήταν μία, τα τραγούδια τα άκουγαν όλοι. Άκουγαν Βέμπο οι γονείς μας, Βέμπο ακούγαμε και εμείς, δεν ακούγαμε κάτι άλλο.

Αυτό το περίεργο φαινόμενο λοιπόν, το ροκ, δημιούργησε την εντύπωση ότι φτιάχτηκε μία μουσική για νέους, μα τώρα που πέρασαν τα χρόνια βλέπουμε ότι αυτό δεν ήταν μουσική για νέους, ήταν ένα κλασικό είδος, ένα αναγεννησιακό γεγονός, το οποίο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηλικίες και όλα τα στρώματα.

Είχες την εντύπωση ότι τα πάντα είναι δυνατά, ότι τα πάντα μπορούν να ειπωθούν. Το ‘60 εγώ ήμουν 15 ετών και αναρωτιόμουν “γιατί το τραγούδι να λέει μόνο ερωτικά θέματα, δεν μπορεί να φιλοσοφεί; Δεν μπορεί να στοχάζεται; Να μιλάει για την πολιτική ή για την ύπαρξη;”

Το τραγούδι που ήταν της μόδας τότε στο εξωτερικό ήταν το τραγούδι διαμαρτυρίας. Εδώ ήμασταν ακόμα σε μία κατάσταση που φοράνε κορδέλα στο μέτωπο και χορεύουν συρτάκι μπροστά στην Ακρόπολη, όπως στις ταινίες του Δαλιανίδη.

Εγώ, έχοντας γράψει ήδη εκείνο το τραγούδι, “Βιετνάμ γιε, γιε”, καθόμουν και ονειρευόμουν, “Ε ρε, να ήμουν στην Αμερική τώρα, θα γινόμουν number one, θα γνωριζόμουν με την Τζέιν Φόντα, με τη Φέι Ντάναγουεϊ”.

Και ξυπνάω και είναι Χούντα κι από πάνω μου δεσμοφύλακας από τη Γορτυνία και με βαράει, διότι βρισκόμασταν στην Μπουμπουλίνας. Δεν τους κρατάω κακία, διότι εγώ με την καλή μου την καρδιά, ακόμα και μέσα στο μπουντρούμι, σκάρωνα τραγουδάκια.

Έχω γράψει κομμάτια για να τσατίσω τους λογοκριτές. Η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις να πεις κάτι, θα βρεις τρόπο να το πεις, ό,τι και να είναι. Εδώ τον Ντοστογιέφσκι τον λογόκρινε ο ίδιος ο Τσάρος και δεν θα τα καταφέρναμε εμείς: ο Παντελής ο Βούλγαρης, ο Μαρκόπουλος, ο Γεωργουσόπουλος, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος με αυτούς τους αγράμματους».

Το άλλο πουλάκι:
Είπαμε, σήμερα θα μιλήσουμε για το τραγούδι.

Και, εννοείται, ζητάμε συγγνώμη για τα αποσπάσματα που, εντελώς αυθαίρετα, «δανειστήκαμε» από τη Lifo:

«Χόρευαν πολύ στα '60s. Δεν πήγαινε μέχρι τις επτά η διασκέδαση, γύρω στη μία, το πολύ στις δύο το πρωί είχε τελειώσει. Βεβαίως, βγαίναμε από τις εννέα και γινόντουσαν δύο ή και τρία προγράμματα μικρά, με διάλειμμα ανάμεσα να πιεις τον καφέ σου, να συζητήσεις.

Σερβίρονταν μία σούπα, θυμάμαι, ένας τραχανάς που δεν ήταν κακός, με κρουτόν μέσα. Σε κάτι πήλινα σκεύη. Το ξημέρωμα δεν θυμάμαι από πότε άρχισε, πάντως η πρώτη φορά που το είδα εγώ στη δεκαετία του ‘70 ήταν σε σκυλάδικο.

Τότε στο σκυλάδικο πήγαινε ο κόσμος της Λαχαναγοράς. Πήγαιναν οι άνθρωποι που έχουν προέλευση από την επαρχία, γιατί το σκυλάδικο έχει ένα στοιχείο λαϊκο-δημοτικό μέσα στη μουσική του και η γοητεία των τραγουδιστών του ήταν η μεγάλη αμεσότητα που είχαν.

Στα άλλα μαγαζιά, τα “καλά”, όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και του δημοτικού  τραγουδιού και του λαϊκού τραγουδούσαν λιγάκι σαν αγάλματα, ήταν αποστασιοποιημένοι από το τραγούδι. Έβλεπες δηλαδή μία προσωπικότητα που λέγεται Νίνου, που λέγεται Μπιθικώτσης, οι οποίοι κάθονται και σου λένε το τραγούδι άψογα.

Ο πρώτος που το άλλαξε αυτό ήταν ο Καζαντζίδης. Με τον Καζαντζίδη για πρώτη φορά είχαμε την εντύπωση ότι αυτά που λέει είναι δικά του. Ο Καζαντζίδης μάς έκανε να νομίζουμε ότι όλα αυτά που διηγείται τα έπαθε ο ίδιος, είτε μίλαγε για μετανάστευση, είτε για μία γυναίκα, είτε τη μάνα του.

Νομίζαμε ότι αυτός τα έχει πάθει αυτά τα πράγματα, αυτό που παθαίνουμε στην επιθεώρηση, όταν ταυτιζόμαστε πολύ με τους κωμικούς. Δηλαδή, ξεχνούσαμε ότι αυτά που λένε τα έχει γράψει ένας συγγραφέας.

Πρέπει να είναι ο πρώτος μεγάλος λαϊκός εκσυγχρονιστής ο  Στελλάρας. Έκανε τη συλλογική φαντασία προσωπική. Την ενσάρκωσε. Κάτι τέτοιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Είμαι ένας Καζαντζίδης χωρίς φωνή».

Και ένα τρίο πουλάκι:
Να και κάτι «επίκαιρο»:

Για το τραγούδι στην πόλη μας εννοώ, που αυτές τις μέρες, χάρη στις παραστάσεις του Συλλόγου Φίλων Μουσικής «Αρίων», ζει στους ρυθμούς των μπουάτ:

«Δεν διάβαζαν τόσο οι νέοι τότε, αλλά τραγουδούσαν παρά πολύ. Άκουγαν δίσκους, πήγαιναν στις μπουάτ και τραγουδούσαν. Τραγουδούσαν στις ταβέρνες, δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις μέσα στην ταβέρνα και να μη δεις μία παρέα που τραγουδάει, συνήθως ρεμπέτικα τραγούδια.

Ήταν και πολύ φτηνά να πας στην μπουάτ. Ο φοιτητικός κόσμος, και όχι μόνο, πήγαινε, έτρωγε σε μία ταβέρνα, και μετά, όπως τώρα κάνεις μπαρότσαρκες, η τσάρκα γινόταν στις μπουάτ. Εδώ τραγούδαγε ο Ζωγράφος, εκεί τραγούδαγε ο Σαββόπουλος, πιο ‘κει τραγουδούσε η Πόπη Αστεριάδη.

Έπαιζα με την Καίτη Χωματά σε έναν χώρο μικροσκοπικό. Θυμάμαι είχαμε πάει να κάνουμε μια εκπομπή για το “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι” και μπήκα μέσα με τον οπερατέρ και μου λέει: “Πού είναι η πίστα, πού είναι τα μικρόφωνα;”

Δεν είχαμε πίστα, δεν είχαμε μικρόφωνα, έπαιζες σε ένα σκαμπό, και τραγουδούσες εκεί πάνω, έμπαιναν μέσα εβδομήντα άτομα, καθιστοί σε κάτι καρεκλάκια».

Έτσι ήταν το… μουσικό ’60!



 Ρετρό!

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

171218 ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Αφιερωμένο εξαιρετικά!

Συνεχίζοντας από χθες, αφιερώνουμε σε όλους εκείνους (53%) που δηλώνουν ότι τα πράγματα τη δεκαετία του ’60 ήταν καλύτερα από σήμερα. Παίρνουμε λίγα λόγια από μια παλαιότερη (2009) συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου:

«Το φαινόμενο ήταν περίεργο. Είχαμε μία μουσική από τον Πρίσλεϊ και μετά, που αυτοί οι οποίοι ήταν κάτω από τα 25 την καταλάβαιναν πολύ καλά και τη γλεντούσαν και αυτοί που ήταν πάνω από τα 25 την έβρισκαν εντελώς ακατανόητη.

Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, γιατί παλιά δεν υπήρχε μουσική για νέους, η μουσική ήταν μία, τα τραγούδια τα άκουγαν όλοι. Άκουγαν Βέμπο οι γονείς μας, Βέμπο ακούγαμε και εμείς, δεν ακούγαμε κάτι άλλο.

Αυτό το περίεργο φαινόμενο λοιπόν, το ροκ, δημιούργησε την εντύπωση ότι φτιάχτηκε μία μουσική για νέους, μα τώρα που πέρασαν τα χρόνια βλέπουμε ότι αυτό δεν ήταν μουσική για νέους, ήταν ένα κλασικό είδος, ένα αναγεννησιακό γεγονός, το οποίο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηλικίες και όλα τα στρώματα.

Είχες την εντύπωση ότι τα πάντα είναι δυνατά, ότι τα πάντα μπορούν να ειπωθούν. Το ‘60 εγώ ήμουν 15 ετών και αναρωτιόμουν “γιατί το τραγούδι να λέει μόνο ερωτικά θέματα, δεν μπορεί να φιλοσοφεί; Δεν μπορεί να στοχάζεται; Να μιλάει για την πολιτική ή για την ύπαρξη;”

Το τραγούδι που ήταν της μόδας τότε στο εξωτερικό ήταν το τραγούδι διαμαρτυρίας. Εδώ ήμασταν ακόμα σε μία κατάσταση που φοράνε κορδέλα στο μέτωπο και χορεύουν συρτάκι μπροστά στην Ακρόπολη, όπως στις ταινίες του Δαλιανίδη.

Εγώ, έχοντας γράψει ήδη εκείνο το τραγούδι, “Βιετνάμ γιε, γιε”, καθόμουν και ονειρευόμουν, “Ε ρε, να ήμουν στην Αμερική τώρα, θα γινόμουν number one, θα γνωριζόμουν με την Τζέιν Φόντα, με τη Φέι Ντάναγουεϊ”.

Και ξυπνάω και είναι Χούντα κι από πάνω μου δεσμοφύλακας από τη Γορτυνία και με βαράει, διότι βρισκόμασταν στην Μπουμπουλίνας. Δεν τους κρατάω κακία, διότι εγώ με την καλή μου την καρδιά, ακόμα και μέσα στο μπουντρούμι, σκάρωνα τραγουδάκια.

Έχω γράψει κομμάτια για να τσατίσω τους λογοκριτές. Η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις να πεις κάτι, θα βρεις τρόπο να το πεις, ό,τι και να είναι. Εδώ τον Ντοστογιέφσκι τον λογόκρινε ο ίδιος ο Τσάρος και δεν θα τα καταφέρναμε εμείς: ο Παντελής ο Βούλγαρης, ο Μαρκόπουλος, ο Γεωργουσόπουλος, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος με αυτούς τους αγράμματους».

Το άλλο πουλάκι:
Είπαμε, σήμερα θα μιλήσουμε για το τραγούδι.

Και, εννοείται, ζητάμε συγγνώμη για τα αποσπάσματα που, εντελώς αυθαίρετα, «δανειστήκαμε» από τη Lifo:

«Χόρευαν πολύ στα '60s. Δεν πήγαινε μέχρι τις επτά η διασκέδαση, γύρω στη μία, το πολύ στις δύο το πρωί είχε τελειώσει. Βεβαίως, βγαίναμε από τις εννέα και γινόντουσαν δύο ή και τρία προγράμματα μικρά, με διάλειμμα ανάμεσα να πιεις τον καφέ σου, να συζητήσεις.

Σερβίρονταν μία σούπα, θυμάμαι, ένας τραχανάς που δεν ήταν κακός, με κρουτόν μέσα. Σε κάτι πήλινα σκεύη. Το ξημέρωμα δεν θυμάμαι από πότε άρχισε, πάντως η πρώτη φορά που το είδα εγώ στη δεκαετία του ‘70 ήταν σε σκυλάδικο.

Τότε στο σκυλάδικο πήγαινε ο κόσμος της Λαχαναγοράς. Πήγαιναν οι άνθρωποι που έχουν προέλευση από την επαρχία, γιατί το σκυλάδικο έχει ένα στοιχείο λαϊκο-δημοτικό μέσα στη μουσική του και η γοητεία των τραγουδιστών του ήταν η μεγάλη αμεσότητα που είχαν.

Στα άλλα μαγαζιά, τα “καλά”, όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και του δημοτικού  τραγουδιού και του λαϊκού τραγουδούσαν λιγάκι σαν αγάλματα, ήταν αποστασιοποιημένοι από το τραγούδι. Έβλεπες δηλαδή μία προσωπικότητα που λέγεται Νίνου, που λέγεται Μπιθικώτσης, οι οποίοι κάθονται και σου λένε το τραγούδι άψογα.

Ο πρώτος που το άλλαξε αυτό ήταν ο Καζαντζίδης. Με τον Καζαντζίδη για πρώτη φορά είχαμε την εντύπωση ότι αυτά που λέει είναι δικά του. Ο Καζαντζίδης μάς έκανε να νομίζουμε ότι όλα αυτά που διηγείται τα έπαθε ο ίδιος, είτε μίλαγε για μετανάστευση, είτε για μία γυναίκα, είτε τη μάνα του.

Νομίζαμε ότι αυτός τα έχει πάθει αυτά τα πράγματα, αυτό που παθαίνουμε στην επιθεώρηση, όταν ταυτιζόμαστε πολύ με τους κωμικούς. Δηλαδή, ξεχνούσαμε ότι αυτά που λένε τα έχει γράψει ένας συγγραφέας.

Πρέπει να είναι ο πρώτος μεγάλος λαϊκός εκσυγχρονιστής ο  Στελλάρας. Έκανε τη συλλογική φαντασία προσωπική. Την ενσάρκωσε. Κάτι τέτοιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Είμαι ένας Καζαντζίδης χωρίς φωνή».

Και ένα τρίο πουλάκι:
Να και κάτι «επίκαιρο»:

Για το τραγούδι στην πόλη μας εννοώ, που αυτές τις μέρες, χάρη στις παραστάσεις του Συλλόγου Φίλων Μουσικής «Αρίων», ζει στους ρυθμούς των μπουάτ:

«Δεν διάβαζαν τόσο οι νέοι τότε, αλλά τραγουδούσαν παρά πολύ. Άκουγαν δίσκους, πήγαιναν στις μπουάτ και τραγουδούσαν. Τραγουδούσαν στις ταβέρνες, δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις μέσα στην ταβέρνα και να μη δεις μία παρέα που τραγουδάει, συνήθως ρεμπέτικα τραγούδια.

Ήταν και πολύ φτηνά να πας στην μπουάτ. Ο φοιτητικός κόσμος, και όχι μόνο, πήγαινε, έτρωγε σε μία ταβέρνα, και μετά, όπως τώρα κάνεις μπαρότσαρκες, η τσάρκα γινόταν στις μπουάτ. Εδώ τραγούδαγε ο Ζωγράφος, εκεί τραγούδαγε ο Σαββόπουλος, πιο ‘κει τραγουδούσε η Πόπη Αστεριάδη.

Έπαιζα με την Καίτη Χωματά σε έναν χώρο μικροσκοπικό. Θυμάμαι είχαμε πάει να κάνουμε μια εκπομπή για το “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι” και μπήκα μέσα με τον οπερατέρ και μου λέει: “Πού είναι η πίστα, πού είναι τα μικρόφωνα;”

Δεν είχαμε πίστα, δεν είχαμε μικρόφωνα, έπαιζες σε ένα σκαμπό, και τραγουδούσες εκεί πάνω, έμπαιναν μέσα εβδομήντα άτομα, καθιστοί σε κάτι καρεκλάκια».

Έτσι ήταν το… μουσικό ’60!

 Ασπρόμαυρο. Μόνο!

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

171214 ΥΠΟΚΡΙΝΟΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Του δρόμου…»

Η έκφραση χρησιμοποιείται υποτιμητικά∙ ξέρετε οι άνθρωποι πάντοτε προσπαθούν να βρουν κάποιον που είναι σε χειρότερη θέση από τους ίδιους και να τον κοιτάξουν αφ’ υψηλού. «Του δρόμου», λοιπόν, σε αντίθεση με τις «σπιτωμένες».

Εκτός όμως από το συγκεκριμένο, αρχαιότερο, καθώς λένε, επάγγελμα, υπάρχουν και ένα σωρό άλλες δουλειές… του δρόμου, ή του ποδαριού, όπως τις χαρακτήριζαν παλαιότερα. Και αυτές, σε αντίθεση με το στεγασμένο εμπόριο, θεωρούνται κατώτερες.

Κι ας είναι, πολλές φορές, περισσότερο κερδοφόρες. Κάποιοι, στα καλά τα χρόνια, σήκωσαν οικοδομές πουλώντας πασατέμπο. Για να μην μιλήσω για τους κατ’ επάγγελμα «παζαρτζήδες», που είναι μια κατηγορία ολόκληρη.

Σήμερα όμως θα σας μιλήσουμε για ένα από τα «επαγγέλματα» του δρόμου που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και θα το κάνουμε με αφορμή μια… κοινωνιολογικού τύπου έρευνα, η οποία αποκαλύπτει πολλά για όλους μας.

Σίγουρα θα ξέρετε τους μουσικούς του δρόμου. Τους καλλιτέχνες εκείνους που με τις μουσικές τους ομορφαίνουν τις βόλτες μας στην αγορά και κάνουν τα ψώνια μας ακόμη πιο ευχάριστα.

Λέω «ακόμη πιο ευχάριστα» διότι πάντοτε είναι ωραίο να ψωνίζεις, έκτος αν το κάνεις μαζί με τη σύζυγο. (Αντίστοιχα και με τον σύζυγο.) Τότε δεν σε σώζουν ούτε όλοι οι μουσικοί του δρόμου, της… Νέας Υόρκης.

Το να είσαι, λοιπόν, μουσικός του δρόμου αποτελεί μια ιδιαίτερη τέχνη και δεν εννοώ μόνο τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσιάσεις τη δουλειά σου… ερμηνευτικά. Διότι, όπως και να το κάνουμε, άλλο να παίζεις σε μια κλειστή αίθουσα και άλλο σε ένα πεζόδρομο.

Άλλο να έχεις την προσοχή του κοινού δεδομένη και άλλο να προσπαθείς να την αποσπάσεις από ένα σωρό άλλους ήχους και εικόνες που δρουν ανταγωνιστικά προς εσένα. Μην ξεχνάτε ότι, στις μέρες μας, οι περισσότεροι περαστικοί είναι… στην κοσμάρα τους.

Περνούν τόσο βιαστικά και τόσο απορροφημένοι από τις σκέψεις τους, που κινδυνεύουν να πέσουν ο ένας επάνω στον άλλο∙ όχι να προσέξουν κάτι που συμβαίνει παραδίπλα. Αφήστε που, αν είναι αφοσιωμένοι στο κινητό, δεν βλέπουν και δεν ακούν τίποτε άλλο.

Το άλλο πουλάκι:
Τέχνη σπουδαία, λοιπόν!

Και όπως όλες οι τέχνες, έχει και αυτή τα… τεχνάσματά της. Τα μυστικά του επαγγέλματος που κάνουν τον ένα να κερδίζει πολλά και τον άλλο να φεύγει με τη θήκη τις κιθάρας ή του βιολιού του σχεδόν άδεια.

Δεν προτίθεμαι να σας αποκαλύψω τέτοια μυστικά∙ πώς να τα γνωρίζω άλλωστε. Θα σας πω μόνο την ιστορία ενός φίλου που έπαιζε, τα χρόνια εκείνα, κιθάρα, στον Ηλεκτρικό και συμπλήρωνε με αυτόν τον τρόπο το φοιτητικό του «εισόδημα».

Το ρεπερτόριό του ήταν οι μπαλάντες της εποχής, μερικά ξένα και πολλά ελληνικά τραγούδια, τα οποία όμως οι περαστικοί δεν τα εκτιμούσαν όσο έπρεπε, ή όσο αυτός φανταζόταν, όταν πήρε την απόφαση να βγει στο δρόμο.

Λιγοστά τα έσοδα, τόσο που άρχισε να σκέφτεται αν αξίζει τον κόπο, πέραν βέβαια της… καλλιτεχνικής έκφρασης, χάριν της οποίας, υποτίθεται, γίνονταν όλη η φασαρία. Υπήρχε, βλέπετε, και η ιδεολογία πίσω από κάθε νεανική πράξη.

Ώσπου του ήρθε μια ιδέα. Έλυσε τα μακριά του μαλλιά, για να είναι ευδιάκριτο το ξανθό τους χρώμα, και άρχισε να τραγουδάει ρεμπέτικα με… ξένη προφορά. Να ακούσετε πώς έλεγε εκείνον τον «Καϊξή», λες και μόλις είχε έρθει από τη βόρεια χώρα του.

Ο ίδιος, όχι ο «Καϊξής»! Και τότε, ω του θαύματος! Οι περαστικοί άρχισαν φαίνεται να συγκινούνται από το… ξένο αυτό παιδί που έκατσε και έμαθε τα δικά μας τραγούδια και το κέρμα έπεφτε σύννεφο στην ανοιχτή θήκη μπροστά του.

Βέβαια το τέλος της ιστορίας δεν ήταν τόσο ευτυχές, θα σας το διηγηθώ όμως σε άλλη ευκαιρία, διότι σήμερα, το είπαμε, το θέμα μας είναι άλλο. Σίγουρα θα έχετε ακούσει κι εσείς για τα «πειράματα» που έχουν γίνει κατά καιρούς σ’ αυτόν τον τομέα.

Εννοώ διάφορους πολύ σπουδαίους μουσικούς που «εμφανίζονται» εκτάκτως σε κάποιον πεζόδρομο ή στο μετρό και βλέπουν τις αντιδράσεις του ανυποψίαστου κοινού στο άκουσμα της μουσικής τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Περνούν όλοι αδιάφορα!

Αν θελήσουν να ακούσουν τους συγκεκριμένους μουσικούς υπό «κανονικές συνθήκες», θα πρέπει να καταβάλουν ένα πολύ τσουχτερό αντίτιμο, αν καταφέρουν να βρουν εισιτήριο. Και εκεί θα… ανταποκριθούν αναλόγως.

Θα συγκινηθούν από το παίξιμο του σολίστ, θα το θαυμάσουν και στο τέλος θα «μπιζάρουν» επί πολλά λεπτά για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους και να καλέσουν τον καλλιτέχνη για ένα, τουλάχιστον «ανκόρ».

Όταν όμως τον ακούν στο δρόμο να παίζει με τον ίδιο αξιοθαύμαστο και μοναδικό τρόπο έργα σπουδαίων συνθετών, καμιά φορά και με ένα «Στραντιβάριους» εκατομμυρίων ευρώ, τότε αδυνατούν να αναγνωρίσουν την αξία του.

Να σκεφτούν, τουλάχιστον, «πολύ ωραία παίζει αυτός ο μουσικός» και να σταματήσουν για δυο λεπτά να απολαύσουν τη μουσική του, ή να ρίξουν κάτι στην ανοιχτή θήκη (του «Στραντιβάριους) που βρίσκεται στα πόδια του.

Τι μας λένε τέτοιου είδους «πειρά(γ)ματα»; Απλούστατα, ότι, πολλές φορές, είμαστε «δήθεν» και θαμπωνόμαστε από το περιτύλιγμα και όχι από το περιεχόμενο. Το οποίο δεν ξέρουμε και να εκτιμήσουμε!

Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσοι ήταν οι λάτρεις της κλασικής μουσικής, πριν γίνει το Μέγαρο Μουσικής; Πόσοι από τους συχνούς «πελάτες» του ακούν Τρίτο Πρόγραμμα ή κλασική μουσική μόνοι, στο σπίτι τους;

«Γνωριζόμασταν με τα μικρά μας ονόματα», μου έλεγε φίλος Θεσσαλονικιός, που δεν έχανε συναυλία κλασικής μουσικής, στην αίθουσα του Αριστοτελείου∙ προ… Μεγάρου.

Γι’ αυτό σας λέω!
 Μουσική για όλους!

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

171213 ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Κανονικά, δεν υπάρχει δικαιολογία.

Ένας διορισμένος καθηγητής δεν έχει κανέναν λόγο, καμιά δικαιολογία, να καταφεύγει στα ιδιαίτερα μαθήματα. Επ’ αυτού δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς. Έτσι είναι! Όχι μόνο επειδή το απαγορεύει ο νόμος.

Έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια δεκάδες επιχειρήματα, μόνο ένα όμως μου φάνηκε σοβαρό. Τα υπόλοιπα, περί χαμηλού μισθού και τα τοιαύτα τα ακούω βερεσέ. Αν δεν σου φτάνει ο μισθός, παραιτήσου.

«Ναι, κύριοι. Εγώ με την εμπειρία, τις γνώσεις, τη μεθοδικότητα και τη μεταδοτικότητά μου, θεωρώ ότι θα πρέπει να αμείβομαι με τουλάχιστον διπλάσια χρήματα από όσα μου δίνει τώρα το κράτος.

Επειδή δεν ανέχομαι να με υποτιμούν, τα βροντάω και πάω στον ιδιωτικό τομέα, όπου θα αναγνωριστούν τα προσόντα μου και θα πληρώνομαι όσο αξίζω».
Αυτό, μάλιστα είναι μια καθωσπρέπει στάση.

Το να μένω όμως στο δημόσιο, απολαμβάνοντας όλα τα καλά του (λέμε, τώρα) και παράλληλα να… δραστηριοποιούμαι στον ιδιωτικό τομέα, βγάζοντας συχνά πολλαπλάσια και μάλιστα «μαύρα», ε, αυτό δεν το λες και απολύτως σωστό.

Το βλέπει και ο άλλος, που πληρώνει ενοίκια, μισθούς υπαλλήλων, ασφάλειες, εφορίες, ΤΕΒΕ (η σειρά δεν είναι αξιολογική) και όλα όσα έχει στην πλάτη του ένας επιχειρηματίας και σου λέει ας κάνω μια καταγγελία.

Διότι, η παλιά σοφή παροιμία λέει «όπου φτώχια εκεί γκρίνια». Όσο η πίτα ήταν μεγάλη και έφτανε για όλους, μπορούσαν και οι φροντιστές να κάνουν τα στραβά μάτια. Τώρα όμως που και εκείνοι κυνηγούν τους γονείς για να πάρουν τα λιγοστά δίδακτρα…

Δεν στέκει, λοιπόν, με τίποτα το επιχείρημα «ας με πλήρωναν καλύτερα», διότι, εκτός των άλλων, στρέφεται και κατά των συναδέλφων που δεν μπορούν, λόγω ειδικότητος, ή δεν θέλουν να κάνουν ιδιαίτερα. Εκείνοι πώς ζουν με τον μισθό τους;

Σας είπα όμως πως υπάρχει και ένα επιχείρημα που μου φαίνεται σοβαρό. Το άκουσα από φίλο, διορισμένο καθηγητή, που κάνει και κάποιες ώρες μαθήματα εκτός σχολείου: «Στο ιδιαίτερο αισθάνομαι πραγματικός καθηγητής»!

Μου εξήγησε πως στην σχολική τάξη δεν τον προσέχει κανείς. Οι καλοί τα ξέρουν από το φροντιστήριο και οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται. Ενώ στο ιδιαίτερο νιώθει ότι παράγει έργο. Παίρνει ένα παιδί και του μαθαίνει πράγματα, το οδηγεί να γράψει καλά στις εξετάσεις...

Το άλλο πουλάκι:
Δεν είναι απλό το θέμα.

Θέλετε να σας δώσω μια άλλη διάσταση; Προχθές έμαθα ότι έγιναν τοποθετήσεις εκπαιδευτικών σε τουριστικό νησί του Αιγαίου. Τα παιδιά που πήγαν εκεί δεν μπορούν να βρουν σπίτι να μείνουν!

Τους νοίκιασαν κάτι επιπλωμένα δωμάτια μέχρι… τον Απρίλιο! Μετά, θα τα πληρώνουν σαν παραθεριστές, με την ημέρα! Ε, αν τους τη δώσει κι αυτούς και πλακωθούν στα ιδιαίτερα, θα έχουν άδικο; Σαν χρήμα μας βλέπετε εσείς; Έτσι θα σας δούμε κι εμείς.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα με τα ιδιαίτερα μαθήματα (από διορισμένους πάντα καθηγητές) είναι πως έχουν μια διάσταση αντισυναδελφική. Και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Πόσες ώρες εργάζονται οι καθηγητές στα Σχολεία;

Καμιά εικοσαριά. Την εβδομάδα, έτσι; Όταν μάλιστα γίνεται συζήτηση για αύξηση του διδακτικού τους ωραρίου, το ισχυρότερο επιχείρημά τους είναι πως δεν μπορεί κάποιος να διδάσκει περισσότερες ώρες επειδή…

Επειδή είναι πολύ κουραστικό και εξαντλείται, και επειδή η διδασκαλία χρειάζεται πολλή και καλή προετοιμασία, προκειμένου να είναι αποδοτική. Πώς γίνεται, λοιπόν, και κάποιοι κάνουν πολλαπλάσιες ώρες ιδιαίτερα;

Είτε πρόκειται για… σούπερ ήρωες, ή δεν κουράζονται και δεν προετοιμάζονται για το Σχολείο, ή απλώς, το επιχείρημα που επικαλείται η ΟΛΜΕ δεν ισχύει. Όποιο και να διαλέξουμε από τα τρία (μπορεί να ισχύουν και όλα ταυτοχρόνως) καταλήγουμε στο να προσβάλλεται ο κλάδος.

Αντισυναδελφικό όμως είναι και το ότι οι διορισμένοι καθηγητές που κάνουν ιδιαίτερα «τρώνε το ψωμί» των αδιόριστων συναδέλφων τους, που μπορεί να είναι και τα ίδια τους τα παιδιά. Από κάτι μαθήματα περιμένουν κι εκείνα να ζήσουν!

Ξέρω τι θα μου πείτε. Πριν και πάνω από όλα, είναι οι νόμοι της αγοράς. Και οι καθηγητές που… έχουν ζήτηση είναι υποχρεωμένοι να ανταποκριθούν στις επιταγές της. Έλα όμως που οι νόμοι αυτοί κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με… τον νόμο!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Το θέμα δεν είναι οικονομικό.

Το είπαμε και χθες, το ξαναλέμε και σήμερα. Και ελάτε λίγο στη θέση των υποψηφίων (ή των γονιών τους) που μαθαίνουν ότι τώρα, στη μέση της χρονιάς, ο καθηγητής που τους κάνει ιδιαίτερο πρέπει να τους αφήσει.

Διότι, λέει, κινδυνεύει να βρεθεί άσχημα μπλεγμένος. Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Ποια πρέπει να είναι η στάση του καθηγητή που… δέχτηκε κίτρινη κάρτα και ποια θα είναι η μοίρα των μαθητών του;

Κατά τη γνώμη μου έπρεπε να γίνει μια «συμφωνία κυρίων». Τη στιγμή που ο καθηγητής δεχόταν την προειδοποίηση έπρεπε να δηλώσει ευθαρσώς ότι θα σταματήσει αμέσως όλα τα μαθήματα, εκτός από εκείνα σε τελειόφοιτους. 

Τα οποία θα τα σταματήσει αμέσως μετά τις εξετάσεις του Ιουνίου και, εννοείται, δεν θα αρχίσει άλλα. Αυτό πιστεύω πως θα γινόταν σεβαστό από όλους, ακόμη, ή κυρίως, και από τους καταγγέλλοντες.

Επειδή όμως δεν βλέπω να γίνεται κάτι τέτοιο, εκείνο το οποίο θα συμβεί είναι όπως πάντα να συνεχιστεί το κρυφτούλι. Και, μην ξεχνάτε, σε περιπτώσεις απαγορεύσεων, το μόνο που κάνει συνήθως η μεγαλύτερη αυστηρότητα είναι να… αυξάνει τις τιμές.

Α, ναι. Και να την πληρώνουν κάτι κακομοίρηδες που δεν έχουν άκρες!
 Φανερό κρυφό σχολειό!

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

171212 ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Δεν είναι οικονομικό το θέμα!

Θα μου πείτε πολύ αντιμαρξιστική αυτή η άποψη, αλλά θα σας πω κι εγώ πως το ξέρω και πως επίτηδες το έθεσα έτσι, γιατί πράγματι το θέμα δεν είναι ΜΟΝΟ οικονομικό. Έχει, όπως θα δείτε πολλές διαστάσεις.

Ξεκινάει από την επιθυμία του έλληνα γονιού να κάνει για το παιδί του το καλύτερο. Γιατί όμως λέω του έλληνα και όχι του κάθε γονιού γενικότερα; Υπάρχουν και γονείς που δεν θέλουν για το παιδί τους το καλύτερο;

Όχι, βέβαια! Απλώς, σε άλλες χώρες, οι γονείς έχουν διαφορετική άποψη για το τι είναι καλύτερο για τα παιδιά τους και πώς να τους το προσφέρουν. Εμείς εδώ έχουμε τη δική μας οπτική για το θέμα· λίγο πολύ γνωστή.

Καλύτερο για τα παιδιά μας είναι… ό,τι πιστεύουμε εμείς πως τους ταιριάζει, πως τα ενδιαφέρει και πως μπορούν να κάνουν στη ζωή τους. Εκείνα δεν ξέρουν, δεν έχουν τη δική μας σοφία, ούτε την πείρα ζωής που έχουμε εμείς.

Αυτό το καλύτερο, έτσι όπως το έχουμε στο δικό μας κεφάλι, προσπαθούμε να τους το προσφέρουμε με κάθε τρόπο. Είναι αλήθεια ότι ο έλληνας γονιός είναι διατεθειμένος να κάνει κάθε είδους θυσίες για να δει το παιδί του όπως επιθυμεί.

Είπαμε, αυτός, όχι το παιδί του. Κι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που αγωνίζεται να του προσφέρει είναι οι καλές σπουδές. Με την έννοια ότι καλές σπουδές είναι εκείνες που μπορούν να το εξασφαλίσουν επαγγελματικά.

Επειδή όμως οι σπουδές αυτές και οι αντίστοιχες σχολές είναι πλέον ελάχιστες, υπάρχει τεράστια ζήτηση και μηδαμινή προσφορά. Γι’ αυτό ο καλός γονιός φροντίζει να πλασάρει το βλαστάρι του σε μια καλή «σειρά», ώστε να εκκινήσει με σχετικό πλεονέκτημα.

Πώς γίνεται αυτό; Μα, με τα φροντιστήρια και, για όσους έχουν τη δυνατότητα, με τα ιδιαίτερα μαθήματα. Όλοι το ξέρουν πως η πρόσβαση σε μια καλή σχολή περνάει από αυτόν τον δρόμο. Οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ο οποίος είναι πολύ παλιός. Θυμάμαι που διάβαζα για κάποιον εκπαιδευτικό Φατσέα, ο οποίος, στις προτάσεις του προς τον υπουργό Παιδείας, τον 19ο αιώνα παρακαλώ, μιλούσε, μεταξύ άλλων, για το πρόβλημα των «προγυμναστών» καθηγητών.

Το άλλο πουλάκι:
Να έρθουμε πιο κοντά;

Όταν το 1981 ανέλαβε την εξουσία το κόμμα της «Αλλαγής», μία από τις πρώτες εξαγγελίες του τότε υπουργού Παιδείας Κακλαμάνη ήταν η πάταξη της παραπαιδείας. Θυμάμαι ακόμη την αντίδραση ενός φίλου καθηγητή:

«Μην ανησυχείς καθόλου», μου είπε, ενώ δεν ανησυχούσα ούτε μια σταλιά. «Ένας φίλος μου μαθηματικός στη Αθήνα, συνδικαλιστής από τους πρώτους, κάνει ιδιαίτερα στο παιδί τού ίδιου του υπουργού».

Λέτε να ήταν αυτός ο λόγος που η πάταξη της παραπαιδείας έχει μείνει από τότε ευσεβής πόθος και όνειρο απατηλό; Ποιος να ξέρει; Η ουσία είναι ότι και τώρα που μιλάμε, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα δίνουν και παίρνουν.

Ίσως όχι ακριβώς τώρα που μιλάμε, ίσως όχι τα ιδιαίτερα μαθήματα, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που γινόταν πριν από λίγες μέρες. Γιατί; Διότι είχαμε μια αιφνίδια εξέλιξη στο θέμα και αυτό ακριβώς θέλουμε να σχολιάσουμε.

Τι είδους εξέλιξη; Μάθαμε ότι κάποιοι (μεγάλος είναι ο αριθμός, αλλά δεν τον γνωρίζουμε ακριβώς) από τους καθηγητές που έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα «κλήθηκαν αρμοδίως» και τους έγιναν αυστηρές συστάσεις να τα σταματήσουν.

Οι πληροφορίες μας λένε ότι η πρόκληση ήταν ονομαστική και η αρμόδια υπηρεσία (μιλάμε για υπηρεσία που έχει σχέση με τα οικονομικά όχι με την εκπαίδευση) είχε στη διάθεσή της λεπτομερέστατα στοιχεία για τη «δράση» των καθηγητών αυτών.

Αριθμό αλλά και ονόματα μαθητών, ακριβείς ώρες και τόπους διεξαγωγής μαθημάτων, όλα, τέλος πάντων, τα σχετικά. Πράγμα που φανερώνει ότι «η δουλειά πήγε καρφωτή» και πολύ καλά προετοιμασμένη.

Μη ρωτάτε από ποιους· στην εγκληματολογία λένε «ακολούθησε το χρήμα». Ποιοι έχουν συμφέρον να σταματήσουν τα ιδιαίτερα μαθήματα από καθηγητές του δημοσίου; Διότι περί αυτού πρόκειται.

Μιλάμε για καθηγητές που είναι διορισμένοι σε Σχολεία και που -πώς να το πω τώρα;- συμπληρώνουν το εισόδημά τους με ιδιαίτερα μαθήματα, καμιά φορά και σε μαθητές του Σχολείου τους, ακόμη και σε δικούς τους μαθητές.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Το θέμα δεν είναι οικονομικό.

Μπορεί οι ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, οι οποίοι προφανώς και έκαναν την καταγγελία -μετά όμως από πολλές προειδοποιήσεις- να το βλέπουν έτσι, μόνον οικονομικό, όμως έχει πολλές διαστάσεις. 

Τη μία τη συζητήσαμε ήδη. Πρόκειται για την αγωνία των γονιών να προσφέρουν στα παιδιά τους το καλύτερο. Όπως το νομίζουν αυτοί. Και φαίνεται πως, με όρους καθαρά αγοράς, το καλύτερο είναι τα ιδιαίτερα μαθήματα.

Και μάλιστα από γνωστούς καθηγητές -μικρή πόλη είμαστε- που, χρόνια τώρα, έχουν αποκτήσει μια μεγάλη εμπειρία στο θέμα και θεωρείται ότι κάνουν πολύ καλά τη συγκεκριμένη δουλειά· προετοιμάζουν μαθητές για τις πανελλήνιες εξετάσεις.

Ακόμη και αν τους κατηγορούν πως αναλαμβάνουν μόνο «αστέρια», το γεγονός της μεγάλης τους πείρας και της… τεχνογνωσίας στο «κοουτσάρισμα» των υποψηφίων δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Είναι όμως ηθικό -γιατί νόμιμο δεν είναι με τίποτε- ένας διορισμένος καθηγητής να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα; Τι λένε οι ίδιοι οι καθηγητές; Τι λένε οι γονείς των υποψηφίων;

Μην απαντάτε. Διότι το θέμα, το είπαμε, δεν είναι απλό, γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε αύριο με περισσότερα.
 Κρυφό σχολειό! 

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

171211 ΠΑΛΙΜΠΑΙΔΙΖΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Κάτι πρέπει να σχολιάσουμε…

Πολύ τους λυπάμαι αυτούς τους σχολιαστές, τους… κατ’ επάγγελμα. Πρέπει να βρίσκουν καθημερινά κάτι να ασχολούνται, ασχέτως αν έχουν διάθεση, αν ενημερώθηκαν για τα τεκταινόμενα, αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον…

Μου εξομολογήθηκε κάποιος από αυτούς πως, συχνά, αισθάνεται όπως η… μητέρα του. Η οποία τους έλεγε «αν σκεφτώ τι φαγητό να μαγειρέψω, είναι σαν να το μαγείρεψα κιόλας». Είχε, βλέπετε, το καθημερινό βάσανο των μαμάδων όλου του κόσμου.

Που στέκονται στη μέση της κουζίνας, όπως ο συγγραφέας μπροστά στη λευκή σελίδα. Που πρέπει να τη γεμίσει, αφού πρώτα ξεπεράσει τον τρόμο του κενού. Έτσι, λοιπόν και ο φίλος. «Άμα μου πει κάποιος τι να σχολιάσω, είναι σαν να το έχω σχολιάσει ήδη».

Ευτυχώς που εμείς δεν έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα. Εμείς πιάνουμε την καθημερινή μας κουβέντα και όπου μας βγάλει. Κάτι θα πει ο ένας, κάτι θα προσθέσει ένας άλλος, μέχρι που να πιούμε τον καφέ έχουμε συζητήσει για τα πάντα.

Μόνο που κάποιες φορές προσπαθούμε να βγάλουμε από την κουβέντα τα θέματα που απασχολούν την επικαιρότητα, γιατί απλώς το να τα συζητάς δεν οδηγεί πουθενά. Τότε όμως καταλήγουμε να σχολιάζουμε τα σχόλια και τους σχολιαστές!

Να, όπως χθες που κάποιος της παρέας ξεκίνησε να κάνει ανασκόπηση των γεγονότων της εβδομάδας που πέρασε: «Είμαστε όμως, ρε παιδί μου, άλλο πράγμα! Πιστεύω πως δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο άλλη τέτοια κοινωνία».

Πώς κατέληξε, για άλλη μια φορά, σ’ αυτό το συμπέρασμα; «Σε ποια άλλη κοινωνία γίνεται ολόκληρος ντόρος από τις δηλώσεις που κάνει μια τραγουδίστρια, οσοδήποτε σπουδαία και να είναι αυτή;

Είπε κάτι το κορίτσι. Με γεια του με χαρά του. Γιατί πρέπει να ξεσηκωθεί το σύμπαν, άλλοι να τρέξουν να την αρπάξουν από τα μούτρα και άλλοι να υπερασπιστούν αυτά που δήλωσε. Έχει κι αυτή μια άποψη και την είπε. Απλώς».

Τότε του θύμισα την κουβέντα του φίλου για τη μητέρα του που πρέπει κάτι να μαγειρέψει κάθε μέρα. Έτσι και οι κατ’ επάγγελμα σχολιαστές. Από κάπου πρέπει να εμπνευστούν. Ε, τι πιο εύκολο να πιαστείς από κάτι που «έχει ψωμί».

Το άλλο πουλάκι:
Σε διαφορετική περίπτωση…

Έπρεπε να σχολιάσουν την επίσκεψη Ερντογάν. Εκεί να δεις ψωμί. Το αστείο, αλλά και εντόνως ανησυχητικό, είναι ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε σ’ αυτό· αν η επίσκεψη είχε θετικά στοιχεία για τη χώρα μας ή όχι.

Και δεν μιλάμε για απλή διαφωνία! Από το ένα άκρο, ότι δηλαδή επρόκειτο για τεράστιο φιάσκο, μέχρι το άλλο, ότι ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του έλληνα Πρωθυπουργού. «Δείτε το βίντεο με τα “χαστούκια” που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας στον Ερντογάν», μας συμβούλευαν κάποιοι.

Από αυτό, τώρα, μέχρι το ότι «δώσαμε στον τούρκο Πρόεδρο την ευκαιρία να διατυπώσει εντός ευρωπαϊκού εδάφους τις ανήκουστες θέσεις του», ε, όπως να το κάνουμε, έχει μια διαφορά. Όσο, να πούμε, η μέρα από τη νύχτα και κάτι παραπάνω.

Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να παίρνουμε τόσο διαφορετικές και ακραίες θέσεις; Για ποιο λόγο πρέπει, για το παραμικρό θέμα, να διχαστούμε και να αρχίσουμε τον διαδικτυακό πετροπόλεμο, όπως κάποτε γειτονιά με γειτονιά;

Να, είδατε τι είπα τώρα; Θυμήθηκα το παλιό παιδικό «άθλημα», τόσο αγαπητό στα χρόνια που οι γειτονιές είχαν ακόμη χώμα και πέτρες. Αλήθεια, τι είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους και άρχιζαν χωρίς αιτία και αφορμή τον πετροπόλεμο;

Μιλάμε για «γειτονιές» που βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή, που ο κάτοικος της μιας περνούσε καθημερινά από την άλλη, που τα παιδιά πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και οι γονείς εκκλησιάζονταν στην ίδια εκκλησία…

Μη φανταστεί κανείς το αντίστοιχο φαινόμενο των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, όπου κάθε γειτονιά, τεράστια συνοικία με χιλιάδες κατοίκους, αποτελούσε το στρατόπεδο της συμμορίας που την ήλεγχε και εχθρικό έδαφος για κάθε ξένο.

Εδώ μιλάμε για δυο τρεις δρόμους, για καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες, που έτσι, χωρίς να γνωρίζουν πώς και πότε δημιουργήθηκε η «έχθρα» με τους διπλανούς, συνέχιζαν την παράδοση του πετροπόλεμου, λες και είχαν ιερή υποχρέωση σε κάποιους προγόνους.

Δηλαδή στους λίγο μεγαλύτερους, οι οποίοι μεταλαμπάδευαν αυτό το «έθιμο» στους νεότερους, μαζί με όλες τις τεχνικές που πρέπει να κατέχει ένας καλά εκπαιδευμένος στρατός… της πέτρας.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ε, αυτή είναι η απάντηση!

Στο ερώτημα για ποιο λόγο διχαζόμαστε και μαλώνουμε για το πιο ασήμαντο θέμα. Επειδή, ως κοινωνία, αρνούμαστε να ωριμάσουμε· μένουμε πάντα παιδιά, που έλεγε και το παλιό εκείνο τραγουδάκι στην ταινία «ραντεβού στον αέρα».

Ένα από τα γνωρίσματα των παιδιών είναι ότι δεν μπορούν να διακρίνουν το πρωτεύον από το δευτερεύον, το σημαντικό από το ασήμαντο. Μπορούν να διαφωνήσουν και να μαλώσουν χωρίς ουσιαστική αφορμή.

Μόνο που εμείς δεν τους μοιάζουμε σε όλα. Γιατί τα παιδιά θα τα δεις, την επόμενη στιγμή, να έχουν ξεχάσει τους καβγάδες και να παίζουν μαζί σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Ε, εμείς δεν το κάνουμε αυτό.

Εμείς, μετά από κάθε καβγά, συγκρατούμε πολύ καλά ποιοι ήταν μαζί μας και ποιοι εναντίον μας και τους την έχουμε φυλαγμένη για την επόμενη φορά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι «παρατάξεις» αυτές είναι πολύ ευδιάκριτες.

Και να σκεφτεί κανείς ότι θεωρούσαμε τριτοκοσμικό φαινόμενο τα γαλάζια και τα πράσινα καφενεία!
 Το μεροκάματο του τρόμου!