ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

140630 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ

Το ένα πουλάκι:
Ώρα για διακοπές!

Μπορεί το καλοκαίρι να μην μπήκε για τα καλά, ο καιρός ακόμη δεν έχει «στρώσει», όμως εμείς έχουμε ανάγκη από ξεκούραση.
Θα σας αφήσουμε λοιπόν, να αλλάξετε κι εσείς παραστάσεις, να ασχοληθείτε με κάτι διαφορετικό, να ξεφύγετε από τη ρουτίνα, να ηρεμήσετε όπως το απαιτεί το πρωτόκολλο των διακοπών.

Περάσαμε μαζί έναν ακόμη χειμώνα, δύσκολο κι αυτόν, όμως είμαστε ακόμη εδώ, ως χώρα, ως πόλη, ως άνθρωποι που αγωνίζονται με την καθημερινότητα και με τα προβλήματα για ένα καλύτερο αύριο.

Απ’ όλα είχε αυτός ο χειμώνας, αυτή η σαιζόν, για να ακριβολογούμε, αφού συμπληρώνουμε αισίως δέκα μήνες καθημερινής συνομιλίας, περισσότερο κι απ’ ό,τι «δουλεύουν» τα σχολεία και οι μαθητές, οι οποίοι φέτος πέρασαν κι αυτοί μια πολύ δύσκολη χρονιά, ειδικά εκείνοι της Α΄ Λυκείου.

Ας το σχολιάσουμε λίγο, μια και το έφερε η κουβέντα…
Ήταν, λέει, πολύ δύσκολα τα Θέματα της γνωστής Τράπεζας κι έτσι τα παιδιά μας δεν τα κατάφεραν, με αποτέλεσμα να μείνουν περισσότεροι από άλλες χρονιές… «αναμεταξεταστέοι».
Αυτό σοκάρισε πάρα πολλούς και όλοι αυτοί είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν ώστε να πάψει αυτός ο βραχνάς της Τράπεζας Θεμάτων.

Συνηθισμένο, ελληνικότατο σύμπτωμα.
Για άλλη μια φορά, αντί να σταθούμε στην ουσία, στο πρόβλημα, στεκόμαστε στις παρενέργειες.
Δεν προσπαθούμε να γιατρέψουμε την ασθένεια, παρά μόνο να ανακουφίσουμε προσωρινά τον ασθενή κι ας εξακολουθήσει να νοσεί βαριά.

Ποιο είναι το πρόβλημα;
Χιλιάδες μαθητές φτάνουν στην Α΄ Λυκείου και δεν μπορούν να γράψουν στις εξετάσεις ένα πέντε, ένα έξι –τόσο χρειάζονται- προκειμένου να περάσουν το μάθημα και τη χρονιά.

Αυτό, με δεδομένο ότι όλοι έχουν στα προφορικά πάνω από τη βάση, γεγονός που οφείλεται στη μεγαλοψυχία των καθηγητών και μόνο.
Αν έπρεπε να κριθούν ακριβοδίκαια, οι περισσότεροι από αυτούς θα έμειναν πριν καν έρθουν τα Θέματα από την Τράπεζα.

Κι όμως! Αντί να δούμε ως χώρα και ως κοινωνία τι θα κάνουμε μ’ αυτό, προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να μην «κόβονται» αυτοί οι μαθητές και να συνεχίσουν το σχολείο μέχρι…

Το άλλο πουλάκι:
Να σας πω εγώ μέχρι πού;

Μέχρι να βγάλουν κουτσά στραβά το Λύκειο και γράφοντας πάλι πέντε ή έξι στις πανελλήνιες να μπουν σε κάποιο από τα πολλά ΤΕΙ και να σπουδάσουν.
«Δεν ξέρουν να κάνουν διαίρεση», μου έλεγε φίλος που διδάσκει σε ένα τέτοιο Ίδρυμα. «Ούτε με το κομπιουτεράκι», συμπλήρωνε, τονίζοντας πως αν οι αριθμοί είχαν δεκαδικά ψηφία, δεν μπορούσαν με τίποτε να βρουν το σωστό αποτέλεσμα κάποιοι από τους σπουδαστές του.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Για το άλλο, για την Τράπεζα Θεμάτων, να είστε σίγουροι ότι λύση θα βρεθεί, εγώ είμαι βέβαιος ότι έχει βρεθεί ήδη. Του χρόνου, ακόμη κι ο χειρότερος μαθητής δεν θα έχει κάτω από δεκατέσσερα στα προφορικά, έτσι που και δύο να γράψει να περνά την τάξη και να μην μένει «αναμεταξεταστέος».

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει όμως μια κοινωνία έτσι;
Όταν «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες» έχουν όλοι δικαίωμα στις σπουδές. Όταν δεν προσπαθεί να μάθει στα παιδιά της γράμματα, αλλά απλώς να τα σπουδάσει βγάζοντάς τα «αγράμματους επιστήμονες»;
Όταν τους διδάσκει πως δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις και πολύ, αφού για να περάσεις τις δυσκολίες και κάθε άλλο εμπόδιο, πάντοτε θα υπάρχει ένας «εύκολος» τρόπος, αρκεί να τον διεκδικήσεις μαζικά ή να τον βρεις διά της πλαγίας οδού;

Αυτά θα έπρεπε να συζητάμε. Και γι’ αυτά θα έπρεπε να αγωνίζονται και οι ίδιοι οι μαθητές. Όχι για το πώς θα επικρατήσει η λογική της ήσσονος προσπάθειας, η επιβράβευση του χαβαλέ και η «δικαίωση» των πιο παράλογων αιτημάτων.

Ξέρω, γίνομαι αυστηρός, όμως κάποτε πρέπει να γίνουμε και αυστηροί, πρώτα με τον εαυτό μας, εμείς οι μεγαλύτεροι, για να διδάξουμε και στα παιδιά μας πώς να είναι απαιτητικοί, πώς να επιζητούν την αυστηρή αλλά δίκαιη κρίση που θα οδηγεί στην αξιοκρατία.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αφήστε τα αυτά τώρα.

Ώρα για διακοπές, δεν είπαμε;
Ξεκινήσατε, να λέτε για τη σαιζόν που κλείνει και φτάσατε να μαλώνετε τους μαθητές!
Αν είναι έτσι, πείτε κάτι και για τους δικαστικούς, οι οποίοι έχουν οριστεί από την πολιτεία να είναι ακριβοδίκαιοι, ακόμη και όταν «δικάζουν» τους εαυτούς τους. (Η αυτοαξιολόγηση για την οποία τόσος λόγος γίνεται τελευταία.)

Υπάρχει ένα θέμα, το έχουμε ξανασυζητήσει, με τη διάκριση των εξουσιών, το οποίο θα πρέπει να συζητηθεί ψύχραιμα από όλους τους ενδιαφερόμενους. Είναι δυνατόν τα δικαστήρια να ασκούν δημοσιονομική πολιτική; Διότι περί αυτού πρόκειται, όταν αποφασίζουν τι μισθό ή σύνταξη θα παίρνει ο καθένας. (Βλέπετε; Το πάω λίγο παραπέρα, αφήνοντας το θέμα των «ιδίων αυξήσεων».)

Η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, συντάσσει έναν προϋπολογισμό, ο οποίος ψηφίζεται από τη Βουλή. Έχει έσοδα και κατανομή των εξόδων. Όταν η δικαιοσύνη έρχεται να το αναθεωρήσει αυτό, επιβάλλοντας αυξήσεις σε μισθούς ή συντάξεις, δεν πρέπει να πει και από πού θα βρεθούν αυτά τα λεφτά, να αναθεωρήσει δηλαδή και τα έσοδα; Τότε όμως τι συμβαίνει με τη διάκριση των εξουσιών;

Το θέμα είναι λεπτό και, όπως είπαμε, θέλει μακρά και ψύχραιμη συζήτηση.
Δηλαδή συζήτηση με ψυχραιμία.
Αυτά όμως δεν είναι καλοκαιρινά θέματα, γι’ αυτό ας τα αφήσουμε για πιο δροσερές μέρες.

Καλό καλοκαίρι!

Ραντεβού τον Σεπτέμβριο!

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

140627 ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Πόσο μακριά βλέπουμε;

Εμείς όχι και πολύ. Δεν είναι όμως αυτή η δουλειά μας. Οι πολιτικοί μας είναι εκείνοι που πρέπει να βλέπουν μακριά. Να σκέφτονται και να σχεδιάζουν το μέλλον για τις επόμενες γενιές. Αν είναι δυνατόν.

Δυστυχώς, ο συνήθης οπτικός ορίζοντας του πολιτικού κόσμου είναι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Μέχρι εκεί βλέπουν, μέχρι εκεί μπορούν να σκεφθούν, μέχρι εκεί μπορούν να σχεδιάσουν. Αν δεχτούμε βεβαίως ότι σχεδιασμός σημαίνει ένας προβληματισμός τού τύπου τι μπορώ να κάνω για να μαζέψω ψήφους και να κερδίσω τις εκλογές.

Θα μου πείτε έχουν άδικο;
Τι να τους κάνεις τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς, αν χάσεις τις εκλογές και φύγεις από τον έλεγχο των πραγμάτων;
Δεν εννοώ αυτό. Ρωτήστε όμως έναν πολιτικό της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης πώς φαντάζεται ότι θα είναι η χώρα και ο κόσμος μετά από δέκα ή από είκοσι χρόνια. Από τις απαντήσεις τους θα καταλάβεις πόσο έχουν προβληματιστεί για το μέλλον και, επομένως, τι μπορούν να σχεδιάσουν γι’ αυτό.

Θα σας δώσω ένα απλό παράδειγμα.
Μεταπτυχιακός φοιτητής στην Αθήνα μού μετέφερε το κλίμα στο αμφιθέατρο, όταν καθηγητής του, με μεγάλη πείρα στα ευρωπαϊκά ζητήματα, τους είπε πως «σε δέκα χρόνια, στη χώρα θα έχουν μείνει μόνο όσοι επιστήμονες δεν γίνονται δεκτοί στο εξωτερικό».

Αυτό ξάφνιασε το ακροατήριο. «Μετά όμως κοιταχτήκαμε λίγο και συνειδητοποιήσαμε ότι όλοι οι αριστούχοι συμφοιτητές μας βρίσκονται ήδη εκτός Ελλάδας», μου είπε ο γνωστός μου. «Και όχι μόνο από τη δική μας σχολή, αλλά, γενικά, όλοι όσους γνωρίζουμε από τα πανεπιστήμια», συμπλήρωσε.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αυτό το έχει συνειδητοποιήσει ο πολιτικός κόσμος; Αν ναι –γιατί το ακούμε μερικές φορές, γενικά και αόριστα- τι κάνει γι’ αυτό; Πώς φαντάζονται μια χώρα χωρίς άξιους γιατρούς, μηχανικούς, δικηγόρους και τι μέτρα σκοπεύουν να πάρουν, τι κίνητρα να δώσουν, ώστε να σταματήσει αυτή η μετανάστευση;

Το ερώτημα, όπως καταλαβαίνετε, δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση, όπως και όλη την επιστημονική κοινότητα, ιδίως τους πανεπιστημιακούς.
Διότι, ένας από τους κυριότερους λόγους που φεύγουν οι επιστήμονές μας είναι το γεγονός ότι στο εξωτερικό βρίσκουν συνθήκες αξιοκρατίας, σεβασμού και αναγνώρισης της αξίας τους -όχι απαραιτήτως περισσότερα χρήματα.

Και, μια και μιλήσαμε για εξωτερικό, ας αναρωτηθούν οι εχθροί της «κακιάς Ευρώπης» και της «καταραμένης Αμερικής» για ποιο λόγο τα παιδιά μας αναζητούν την τύχη τους εκεί κι όχι σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Προφανώς όχι επειδή έχουν «αλλοτριωθεί από το σύστημα».

Το άλλο πουλάκι:
Ας επιστρέψουμε στο μέλλον.

Το οποίο, για την παρούσα «πολιτική κοινότητα», φτάνει μέχρι την εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας.
Όχι μόνο υπολογίζουν ψήφους και μετράνε κουκιά, αλλά σχεδιάζουν όλη την πολιτική τους δράση με βάση αυτό τον ορίζοντα.

Τι θα πούμε προκειμένου να μη δυσαρεστήσουμε πιθανούς συμμάχους; Ποιον θα προτείνουμε, ώστε να δελεάσουμε κάποιους αμφιταλαντευόμενους;
Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινείται όχι μόνο το κυβερνητικό στρατόπεδο, αλλά και η αντιπολίτευση, η οποία επίσης σχεδιάζει με ορίζοντα την εκλογή Προέδρου.

Το ερώτημα εκεί τίθεται σε εντελώς «πολιτική βάση»: Συζητάμε καθόλου για το πρόσωπο ή, βρέξει χιονίσει, ρίχνουμε την κυβέρνηση, ώστε να πάμε σε εκλογές;
Τη ρίχνουμε, εννοείται, αν μπορούμε να μαζέψουμε τις 121 αρνητικές ψήφους, οπότε να πάλι η πολιτική με βάση τον ορίζοντα λίγων μηνών.

Μας ενδιαφέρει, στην πραγματικότητα, τι θα γίνει με τις εκλογές ή, το σημαντικότερο, τι θα γίνει μετά τις εκλογές;
Βεβαίως μας ενδιαφέρει, γι’ αυτό κάνουμε ένα σωρό συσκέψεις και μαλώνουμε για το ποιες πρέπει να είναι οι μετεκλογικές συμμαχίες. Με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε, που έλεγε κι ο Νιόνιος.

Στην πραγματικότητα όμως αυτή η κουβέντα δεν γίνεται για μετά τις εκλογές γίνεται για πριν από αυτές, ώστε να δημιουργηθεί η κρίσιμη (αρνητική) μάζα, κατά την ψηφοφορία για Πρόεδρο Δημοκρατίας.
Συζητάμε, υποτίθεται, για πιθανές (κυρίως απίθανες) μετεκλογικές συμμαχίες, μέχρι να μπορέσουμε να προκαλέσουμε εκλογές. Μετά βλέπουμε, αφού το πώς θα είναι το τοπίο δεν μπορεί κανείς να το προδικάσει.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πόσο μακριά βλέπουμε λοιπόν;

Δυστυχώς, βλέπουμε ολοένα και πιο μακριά στο παρελθόν.
Διότι, αν έχουμε –ως κοινωνία μιλάμε τώρα- στραμμένο το βλέμμα στην προ κρίσης εποχή, αυτή συνεχώς απομακρύνεται, σε αντίθεση με το μετά την κρίση που μάλλον πλησιάζει.

Αντί, λοιπόν, να μιλήσουμε γι’ αυτό, να το οραματιστούμε, να το σχεδιάσουμε ώστε να μη μας βρει απροετοίμαστους, εμείς τι κάνουμε;
Καθόμαστε και νοσταλγούμε τις παλιές καλές μέρες, όπως πολλοί πρόσφυγες από τη Θράκη, έτρωγαν τα χρήματα που έφεραν από την «πατρίδα» και εύχονταν καλή επάνοδο, μέχρι που αυτά τελείωσαν και τότε συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν κάνει τίποτε για την προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα.

Σε αντίθεση με άλλους, όπως οι Πόντιοι, που στρώθηκαν κατευθείαν στη δουλειά και εντάχθηκαν πολύ γρηγορότερα στη ζωή εδώ.

Εμείς, λοιπόν, αντί να δούμε την μετά την κρίση εποχή, σκεφτόμαστε μόνο «τι καλά που ήμασταν τότε».

Το χειρότερο; Δεν νοσταλγούμε μόνο, αλλά κάνουμε και τα ίδια ακριβώς λάθη!

Σχεδιάζοντας το… παρελθόν!

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

140626 ΠΡΟΚΡΙΜΑΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Παίξανε σαν Έλληνες.

Η αλήθεια είναι ότι, όταν το είδα στην τηλεόραση, λίγο πριν από το ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «καλά, είναι ανάγκη»;
Επρόκειτο για συνέντευξη με κάποιον διεθνή μας, στην οθόνη ήταν η φωτογραφία του και από κάτω «σηκωμένη» μια δήλωσή του: Θα παίξουμε σαν Έλληνες.

Γιατί, ρε παιδιά; Αναρωτήθηκα απογοητευμένος.
Γιατί σαν Έλληνες; Παίξτε σαν… -δεν λέω Βραζιλιάνοι- παίξτε σαν Ολλανδοί, παίξτε σαν Γερμανοί. Είναι ανάγκη σαν Έλληνες;

Κι όμως, έγινε η ανατροπή. Όχι στο σκορ, αυτό είναι το λιγότερο. Έγινε η ανατροπή σε όσα σας λέγαμε προχθές για την εθνική μας ομάδα. Ότι παίζει το χειρότερο ποδόσφαιρο… Ότι μπαίνει στο γήπεδο χωρίς στόχους… Ότι το μόνο όπλο της είναι η πολυδιαφημιζόμενη «ελληνική ψυχή»…

Θα κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για να εκφράσω ένα παράπονο.
Δεν είναι το ποδόσφαιρο το άθλημα στο οποίο διακρινόμαστε. Υπάρχουν άλλα αθλήματα, από το βόλεϊ και το πόλο, μέχρι το μπάσκετ, στα οποία οι εθνικές μας ομάδες τα πάνε πολύ καλύτερα και έχουν καταξιωθεί με μεγάλες επιτυχίες στο διεθνές στερέωμα.

Κι όμως, δεν έχουμε δει να γίνονται τέτοιες αναφορές, τόσα αφιερώματα στην πορεία και στους παίκτες εκείνων των εθνικών ομάδων.
Θα μου πείτε το ποδόσφαιρο είναι το παιχνίδι του λαού. Είναι αυτό που μπορεί να το παίξει ο καθένας, δεν χρειάζεται ειδικές εγκαταστάσεις, έχει απλούς και εύκολα κατανοητούς κανόνες, «ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή μας».

Αυτό το τελευταίο δεν το κατάλαβα ποτέ. Γιατί το ποδόσφαιρο ειδικά ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα;
Έχω μια ερμηνεία, που ασφαλώς είναι αυθαίρετη, όμως αιτιολογεί όχι μόνο την ψυχοσύνθεση του Έλληνα, αλλά και του Βραζιλιάνου και του Κολομβιανού και του κάθε πικραμένου γενικότερα. Θα σας την πω, γιατί, ειδικά στο ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού, μοιάζει να επαληθεύεται.

Το ποδόσφαιρο έχει ανατροπές.
Για να καταλάβατε τι εννοώ, θα σας πω ότι στο βόλεϊ αποκλείεται να παίξεις καλύτερα από τον αντίπαλο και να ηττηθείς. Στο μπάσκετ συμβαίνει καμιά φορά να μην νικάει αυτός που έπαιξε καλύτερα, θα πρέπει όμως να υπάρξουν ειδικές συνθήκες. Ε, στο ποδόσφαιρο μπορεί ο άλλος να μονοπωλεί τις φάσεις και στο τέλος, από μια κουτουράδα, να χάσει.

Το άλλο πουλάκι:
Ή και να νικήσει!

Γι’ αυτό αναφέρθηκα στον προχθεσινό ιστορικό (πλέον) αγώνα της Εθνικής μας που οδήγησε στην πρόκριση στους 16 του παγκοσμίου κυπέλλου. Εμείς είχαμε τις φάσεις. Είχαμε την πρωτοβουλία σε όλο το παιχνίδι και όμως, ο κανονικός αγώνας τελείωσε χωρίς να προκριθούμε, όπως το αξίζαμε.

Ώσπου ήρθε μια ακόμη από τις ομορφιές αυτού του αθλήματος, ο… από μηχανής θεός, να δώσει τη «δίκαιη λύση», εκεί που όλα φαινόταν ότι είχαν τελειώσει.
Κι έγινε ανάσταση!

Αυτά, λοιπόν, τα στοιχεία του ποδοσφαίρου είναι που ταιριάζουν στην ψυχοσύνθεση κάθε πικραμένου, ο οποίος στηρίζεται περισσότερο στο παραμύθι και λιγότερο στην πραγματικότητα.
Γιατί αυτή δεν τον βολεύει καθόλου. Γιατί στο παραμύθι μπορεί να ελπίζει. Εκεί όλα γίνονται, κάθε απίθανη ανατροπή μπορεί να συμβεί και ο καλός, φτωχός πλην τίμιος ήρωας να δικαιωθεί στο τέλος.

Δεν είναι τυχαίο ότι, εκτός από το ποδόσφαιρο, στην ψυχοσύνθεσή μας ταιριάζουν και οι παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπου συμβαίνουν τέτοιες ανατροπές.
Και οι οποίες είναι φτιαγμένες με πολύ μεράκι, με αρκετό ταλέντο, αλλά με ελάχιστη δουλειά, στο πόδι, στοιχεία ακριβώς κι αυτά της ψυχοσύνθεσης του Έλληνα.

Όλα αυτά τα διέθετε ο αγώνας της Τρίτης. Ο καλός ήρωας  που αγωνιζόταν απέναντι στους κακούς, η μοίρα που στην αρχή του φέρθηκε καλά, για να του κόψει αργότερα τα φτερά, οι «αδικίες» και οι ατυχίες που δεν άφηναν τις προσπάθειές του να ολοκληρωθούν και να δώσουν καρπούς και ο από μηχανής θεός που έφτασε την ύστατη ώρα για να τον λυτρώσει.

Δεν ξέρουμε πόσο μακριά θα φτάσει η ομάδα μας σ’ αυτό το μουντιάλ, με τον αγώνα της όμως ενάντια στην Ακτή Ελεφαντοστού έγραψε ήδη ιστορία και έδωσε το δικαίωμα να μιλάνε γι’ αυτήν οι επόμενες γενιές, όπως είδαμε πρόσφατα, στα αφιερώματα που έπαιξαν αυτό το διάστημα, να γίνεται με παλαιότερες στιγμές της εθνικής, πολύ πιο ασήμαντες από την πρόσφατη.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τελικά έπαιξαν σαν Έλληνες.

Δεν λέω για τους δικούς μας παίκτες, για εκείνους της Ακτής Ελεφαντοστού λέω, οι οποίοι μπήκαν πράγματι στο γήπεδο χωρίς να ξέρουν τι θέλουν και πώς να το κατακτήσουν.
Δεν τους ξύπνησε ούτε και το γκολ που δέχτηκαν και τους οδηγούσε στον αποκλεισμό.

Με μισή ευκαιρία βρέθηκαν να παίρνουν το αποτέλεσμα που ήθελαν και, αν δεν συνέβαιναν όσα έγιναν στις καθυστερήσεις, θα ήταν αυτοί που θα μιλούσαν για μια ηρωική και ιστορική πρόκριση, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς, κάθε φορά που η ομάδα μας περνάει επειδή… «ο Θεός κοιμήθηκε».

Έπαιξαν σαν Έλληνες και αποκλείστηκαν σαν τέτοιοι.
Αντιθέτως, εμείς παίξαμε σαν κάποιοι άλλοι, σαν ομάδα που είχε στόχους και ήταν προσηλωμένη σε αυτούς, σαν ομάδα με επιμονή και επιμονή, αρετές που στον αθλητισμό επιβραβεύονται.
Συνήθως.

Τώρα πάμε για άλλα. Αφού δικαιώθηκαν όσοι έλεγαν πως ο διαιτητής που απέβαλε τον Κατσουράνη έκανε το καλύτερο δώρο στην ομάδα.
Μόνο να μη δικαιωθούν και οι άλλοι που υποστήριζαν πως το δυστύχημα, αν προκριθούμε, είναι πως θα ξαναπαίξει ο Κατσουράνης.
Θα δούμε.

Ελληνική ψυχή!

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

140625 ΨΑΡΟΝΕΦΡΙ

Το ένα πουλάκι:
Τι σημαίνει αντιπολίτευση;

Εννοώ ποιος είναι ο ρόλος τής κάθε αντιπολίτευσης, πού αρχίζουν και πού τελειώνουν οι θεσμικές της υποχρεώσεις, τι περιμένει η κοινωνία από αυτήν και πώς μπορεί να φανεί χρήσιμη, εκτός από το να προετοιμάζεται για την ανάληψη της εξουσίας;
Μια τέτοια κουβέντα είχαμε προχθές στην παρέα και κάναμε πικρές διαπιστώσεις, μιλώντας όχι μόνο για τη σημερινή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, αλλά και για πολλές άλλες περιπτώσεις που θυμόμαστε, είτε σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας, είτε σε επίπεδο δημοτικών αρχών.

Φαίνεται πως η αρχή βάσει της οποίας κινείται η κάθε αντιπολίτευση στη χώρα μας είναι εκείνη τού «όχι σε όλα». Μια αρχή που εμπνέεται από τον «ανένδοτο» και σε τέτοιον αναβαθμίζει κάθε δική της θέση απέναντι στην εξουσία, με στόχο –τι άλλο;- να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη.
Μετά βλέπουμε.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα διάφορα «Ζάππεια» του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, όπως μαθαίνω από έγκυρες πηγές εκτός χώρας, είχε εκνευρίσει αφάνταστα τότε όλους τους εταίρους που είχαν τη βούληση να στηρίξουν τη χώρα μας και να μην χρεοκοπήσει άτακτα.
Τα είδαμε τι έγιναν όλα αυτά, μόλις ο αντιπολιτευόμενος Αντώνης βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας και κατάλαβε τι εστί βερίκοκο.

Συνήθως έτσι γίνεται.
Γίνεται μάλιστα τόσο… συνήθως, που το έχουμε συνηθίσει και το δικαιολογούμε σαν κάτι φυσιολογικό: «Έλα, μωρέ, αντιπολίτευση είναι, θα πει και κάτι παραπάνω, ξέρουμε πως δεν το εννοεί, όταν έρθει στην εξουσία θα προσγειωθεί στην πραγματικότητα».
Έτσι περιμένουμε να συμβεί κι έτσι συμβαίνει.

Δυστυχώς!
Διότι ο τόπος, ο κάθε τόπος, δεν περιμένει αυτό από μια σοβαρή αντιπολίτευση. Εννοώ δεν το έχει ανάγκη. Αντιθέτως, έχει ανάγκη από σκληρή αλλά ουσιαστική κριτική στις κυβερνητικές θέσεις, έχει ανάγκη από θεσμικό έλεγχο των αποφάσεων, έχει ανάγκη από δημιουργικές προτάσεις, ακόμη –γιατί όχι;- και από στήριξη της κυβέρνησης στα δύσκολα, όταν το απαιτεί το κοινό καλό.

Διάβαζα προχθές για το πώς ξεπερνά ενωμένη η Κύπρος τη δική της κρίση. Αποτέλεσμα αυτής της «ομοψυχίας» είναι η συντομότερη επάνοδος στις αγορές, η ουσιαστική «περιθωριοποίηση» ΔΝΤ και Τρόικας, οι ηπιότερες επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία…
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Πορτογαλία, η οποία ξεπερνά πολύ πιο γρήγορα από εμάς το πρόβλημά της, κυρίως διότι έδειξε αποφασιστικότητα και «ομοψυχία».

Το άλλο πουλάκι:
Αυτά δεν είναι για εμάς.

Εμείς έχουμε αναβαθμίσει τον πολιτικό αντίπαλο σε εχθρό, σε ξενόδουλο, σε προδότη και τον απειλούμε με διώξεις, με φυλακίσεις, με κρεμάλες…
Οτιδήποτε αποφασίζει, οτιδήποτε σχεδιάζει, οτιδήποτε κάνει έχει αρνητικό πρόσημο και είναι για το κακό του τόπου.
Οτιδήποτε όμως.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Για πόσα πράγματα καθημερινής χρήσης έχετε ακούσει ότι πέφτει η τιμή τους; Προσέξτε, δεν μιλάμε για την πτώση στην τιμή των ακινήτων, για ένα διαμέρισμα, ας πούμε, που το αγόραζες με διακόσια χιλιάρικα και τώρα το παίρνεις με εκατόν ογδόντα.
Όχι. Λέμε για πράγματα που οι πολίτες χρησιμοποιούμε καθημερινά. Σε ποιο από αυτά είδατε να πέφτει η τιμή του;

Πολύ σωστά. Στα εισιτήρια του μετρό. Κι αυτό δεν το είδαμε ακόμη, μας το υποσχέθηκαν ότι θα ισχύσει από τον Σεπτέμβριο. Η τιμή του εισιτηρίου θα γίνει, από 1,40 που είναι σήμερα, 1,20 ευρώ.
Σημαντική μείωση. Είναι όμως μείωση ή μήπως είναι αύξηση; Να ένα ερώτημα στο οποίο η αντιπολίτευση έχει ήδη απαντήσει και μαντέψτε ποια είναι η απάντησή της. Το βρήκατε. «Πρόκειται για αύξηση».

Πώς προκύπτει αυτό όμως; Προκύπτει χάρη σε μια πολύ παλιά μέθοδο, τουλάχιστον από τα χρόνια της «Πάπισσας Ιωάννας», τότε που βάφτιζαν το κρέας ψάρι και το έτρωγαν τις νηστίσιμες ημέρες.
Προσέξτε. Η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι βαφτίζει το κρέας ψάρι, ότι δηλαδή, ενώ πρόκειται για αύξηση του εισιτηρίου, αυτή μιλάει για μείωση. Ξαναθυμίζω. Το εισιτήριο, από 1,40 θα πάει στο 1,20 ευρώ.

Ας δούμε πώς προκύπτει αυτό το μπέρδεμα, αυτή η –κατά τον ΣΥΡΙΖΑ- βάπτιση.
Το εισιτήριο του 1,40 μπορούσε ο επιβάτης να το χρησιμοποιήσει επί 90 λεπτά μετά την ακύρωσή του, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα ΜΜΜ. Να κατέβει δηλαδή από το μετρό, να πάρει το λεωφορείο κ.λπ. Τώρα, με την μείωση της τιμής στο 1,20 ευρώ, θα μπορεί να το χρησιμοποιεί μόνο για 70 λεπτά, δηλαδή λιγότερο χρόνο.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Σταθείτε να σας εξηγήσω.

Θυμόσαστε που λέγαμε για το φαινόμενο να αφήνει κάποιος το χρησιμοποιημένο εισιτήριο του και να το παίρνει άλλος επιβάτης για να μετακινείται τζάμπα; Ε, κάθισαν οι υπεύθυνοι του ΟΑΣΑ, των συγκοινωνιών της Αθήνας ντε, και είπαν πως η μείωση της ώρας θα μειώσει και αυτό το φαινόμενο. Υπολόγισαν επίσης πως η μεγαλύτερη διαδρομή, μαζί με πολλές καθυστερήσεις λόγω εκτάκτων συνθηκών, δεν υπερβαίνει την μία ώρα.

Προσάρμοσαν, λοιπόν, την ώρα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος το εισιτήριό του στα 70 λεπτά, βαριά βαριά.
Τι έκανε όμως η αντιπολίτευση με τη σειρά της; Έπιασε και διαίρεσε το 90 με το 1,40 και το 70 με το 1,20 και είδε ότι η «χρονοχρέωση», με τα νέα δεδομένα είναι μεγαλύτερη!
Άρα, μιλάμε (μιλάνε, εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ) για αύξηση του εισιτηρίου.

Δηλαδή, με τη δική τους λογική, αν το εισιτήριο πήγαινε στα 3 ευρώ σου δινόταν όμως η δυνατότητα να το χρησιμοποιείς για πέντε ώρες και να κόβεις βόλτες στο λεκανοπέδιο, ότι θα είχαμε μείωση!
Δεν ρωτάνε όμως κι εκείνους που χρησιμοποιούν τα ΜΜΜ για να πάνε στη δουλειά τους;

Έτσι είναι, αγαπητοί μου, η αντιπολίτευση στην Ελλάδα θα βρει κάτι αρνητικό ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει ούτε υποψία. Έτσι αντιλαμβάνεται το ρόλο της. Γι’ αυτό, δεκαετίες τώρα, δεν βλέπουμε Θεού πρόσωπο.
Ούτε και πρόκειται…

Χρονοχρέωση!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

140623 ΝΙΚΗΦΟΡΟ

Το ένα πουλάκι:
Ακόμα ελπίζουμε!

Όπως θα παρατηρήσατε, παρακολουθώ τόσες μέρες σχεδόν αμίλητος το Μουντιάλ. (Παγκόσμιο Κύπελλο πρέπει να το λέμε, όμως οι γρήγοροι ρυθμοί και η ανάγκη συντομίας μάς υποχρεώνουν να υιοθετούμε κάποιους όρους που μπήκαν για καλά στην καθημερινή ομιλία μας.)

Τι να σχολιάσει κανείς; Όταν έχει τόσους πολλούς αγώνες καθημερινά, ό,τι και να πεις για κάποιον από αυτούς, γίνεται αμέσως ανεπίκαιρο. Έτσι τουλάχιστον είναι «η φάση των ομίλων», κατά την οποία κυριαρχεί το άγχος των ομάδων να περάσουν στην επόμενη φάση.

Κάποιοι υποστηρίζουν πως είναι λίγες οι τέσσερις ομάδες σε έναν όμιλο. Θα ήταν, λένε, καλύτερα, αν η κάθε ομάδα μπορούσε να δώσει τουλάχιστον τέσσερα με πέντε παιχνίδια, ώστε να μπορεί να εγκλιματιστεί καλύτερα, να έχει χρόνο να ξεπεράσει μια κακή στιγμή ή μια ατυχία, οι οποίες, τώρα, με τους τρεις αγώνες, έχουν βαρύτατη σημασία.

Ίσως και να είναι έτσι. Πιθανότατα όμως, σε εκείνη την περίπτωση, θα υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο για σκοπιμότητες. Θα βλέπαμε ίσως πολλές λευκές ισοπαλίες, δεν θα είχε τόσο μεγάλη βαρύτητα η επιθετική ικανότητα της κάθε ομάδας, γενικώς το θέαμα θα ήταν πιο φτωχό απ’ ό,τι τώρα, που ο κάθε αγώνας και το κάθε γκολ που θα πετύχεις μετράει πολύ.

Πάντως, κατά γενική ομολογία, παρακολουθούμε ένα πολύ ενδιαφέρον τουρνουά, πράγμα που μας κάνει να ξεχνάμε και όλες τις γκρίνιες που ακούγονταν πριν από την έναρξή του.
Γκρίνιες που τις ακούμε κάθε φορά που μια παγκόσμια διοργάνωση οργανώνεται από χώρα που δεν ανήκει στο κλαμπ των πλουσίων.

Όχι δεν θα είναι έτοιμοι, όχι υπάρχει πρόβλημα με την ασφάλεια, όχι οι εγκαταστάσεις είναι ελαττωματικές.
Ενώ, ας πούμε, όταν η διοργανώτρια χώρα είναι η Βρετανία ή οι ΗΠΑ, τότε όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Το είδαμε!

Το βέβαιο είναι ότι το κόστος μιας τέτοιας διοργάνωσης είναι δυσβάσταχτο για χώρα που τα φέρνει δύσκολα με τα οικονομικά της.
Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για Ολυμπιακούς αγώνες που διοργανώτρια δεν είναι η χώρα, αλλά η πόλη που τους φιλοξενεί. Θεωρητικά.

Είδαμε τι πάθαμε εμείς με την Αθήνα του 2004 και να είστε βέβαιοι πως και οι Βραζιλιάνοι θα θυμούνται αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο με πληγωμένη την εθνική τους υπερηφάνεια, τουλάχιστον στα οικονομικά.
Για το άλλο γόητρο μένει να το δούμε στη συνέχεια των αγώνων.

Το άλλο πουλάκι:
Μια αντίφαση!

Υπήρχαν ένα σωρό φίλοι του «βραζιλιάνικου μοντέλου», οι οποίοι όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν φρόντιζαν να τονίζουν πόσο καλά τα κατάφερε αυτή η χώρα και ξεπέρασε τα οικονομικά της προβλήματα, χωρίς να υποφέρουν τα φτωχότερα στρώματα.
«Όχι όπως συμβαίνει στη χώρα μας», εννοούσαν, «όπου έχει εξαθλιωθεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού».

Εντελώς συμπτωματικά, είναι οι ίδιοι που τώρα υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις των φτωχών της Βραζιλίας ενάντια στο Μουντιάλ.
Πριν, δεν υπήρχαν εξαθλιωμένοι. Τώρα, που είναι χρήσιμοι, υπάρχουν και τους υποστηρίζουμε.
Καλά κάνουμε, αφού είναι αλήθεια ότι τα τεράστια ποσά που ξοδεύονται για τέτοιου είδους διοργανώσεις αφήνουν έξω από το «πάρτι» μεγάλο μέρος του λαού κάθε διοργανώτριας χώρας.

Η αντίφαση όμως είναι στο γεγονός ότι αυτούς τους κατατρεγμένους κάποιοι τους εμφανίζουν και τους εξαφανίζουν κατά περίπτωση, όπως ακριβώς κάνουν και οι κυβερνήσεις.

Αρκετά είπαμε όμως για τη διοργάνωση, θα ήθελα να σταθούμε κάπως περισσότερο στη συμμετοχή της δικής μας χώρας και στην παρουσία της δικής μας ομάδας σ’ αυτό το Μουντιάλ.
Η οποία, μέχρι στιγμής, δεν είναι η αναμενόμενη. Η παρουσία, όχι η ομάδα.
Θα μου πείτε αναμενόμενη από ποιους. Ποιοι περίμεναν περισσότερα από αυτή την εθνική ομάδα;
Προσέξτε! Το «περίμεναν» με την έννοια του πίστευαν κι όχι του ήλπιζαν.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εγώ.

Βλέποντας πρώτα πρώτα όλα εκείνα τα αφιερώματα και τις διαφημίσεις της κρατικής τηλεόρασης πριν από την έναρξη του τουρνουά, θα έλεγε κανείς ότι μιλάμε για μια ομάδα που έχει γράψει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο ιστορία τουλάχιστον όση η Ολλανδία, για να μην πω η Γερμανία.
Φαίνεται πως κάτι τέτοια αφιερώματα θα είχε στο νου της και η FIFA, που κατατάσσει παγκοσμίως την ομάδα υψηλότερα από εκείνη των Ολλανδών.

Έπειτα άρχισε το Μουντιάλ.
Και διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά ότι η ομάδα μας, μπορεί να μην είναι η χειρότερη της διοργάνωσης, παίζει όμως το χειρότερο ποδόσφαιρο. Επειδή απλώς… δεν παίζει τίποτα! Μοιάζει να μπαίνει στο γήπεδο χωρίς στόχους, χωρίς κάποιο σχεδιασμό, χωρίς να ξέρει τι θέλει και πώς να το πάρει.

Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά την αποβολή του Κατσουράνη, όταν απέκτησε κάποιο στόχο, έδειξε και ορισμένα θετικά στοιχεία. Ορισμένα, διότι και πάλι δεν ήξερε πώς να τον κατακτήσει και ως μόνο όπλο της είχε την περίφημη πλέον «ελληνική ψυχή».
Η οποία ψυχή έχει ένα παράξενο κουσούρι. Δεν είναι σαν όλες τις ψυχές, παρά διαθέτει κι αυτή μια ελληνική ιδιαιτερότητα.

Καταλάβατε ποια είναι;
Εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά περίπτωση. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από μια ψυχή, η οποία είτε υπάρχει είτε όχι, η ελληνική κάνει την εμφάνισή της συνήθως όταν οι Έλληνες δεν διαθέτουν τίποτε άλλο. Ούτε τεχνική, ούτε σύστημα για να πάρουν κάποιο αποτέλεσμα.

Ως εκ τούτου δεν βιάζομαι να φτάσω σε τελικές κρίσεις, διότι η ελληνική ψυχή νικάει τους ελέφαντες από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δυστυχώς για μας σήμερα, τότε, όχι μόνη της!

Μια νίκη «μας χρειάζεται»!

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

140620 ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟ

Το ένα πουλάκι:
Τα ίδια Παντελάκη μου…

Τι άλλαξε για σας τώρα, με την κρίση;
Προσέξτε, το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Ασφαλώς έχουν αλλάξει πάρα πολλά, σίγουρα –όσον αφορά τα οικονομικά σας- προς το χειρότερο. Τα εισοδήματά σας έχουν μειωθεί, πληρώνετε περισσότερους φόρους, πιθανότατα κάποιοι έχετε βρεθεί στην ανεργία…

Αυτά, λίγο πολύ, συμβαίνουν σχεδόν σε όλους, με έμφαση στο σχεδόν αφού υπάρχουν και κάποιοι που η κρίση τούς άνοιξε δρόμους που δεν τους είχαν φανταστεί ποτέ στη ζωή τους.
Άλλοι γίναν βουλευτές, δήμαρχοι, περιφερειάρχες, ευρωβουλευτές χάρη στις ανατροπές που έφερε η κρίση. Κάποιοι είδαν τις δουλειές τους να πηγαίνουν πολύ καλύτερα από πριν, είναι όμως λίγοι και δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με αυτούς.

Δεν μιλάμε όμως γι’ αυτό το πράγμα. Όταν λέμε τι άλλαξε εννοούμε τι διαφορετικό υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, βλέπουμε τον κόσμο, αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα, συναλλασσόμαστε με το κράτος και τους άλλους πολίτες, μεγαλώνουμε τα παιδιά μας…

Μη μου πείτε «ψηφίζουμε άλλα κόμματα», διότι αυτό δεν θα το πάρω ως ένδειξη αλλαγής. Πρώτα πρώτα διότι κάποιες τέτοιου είδους «μετακινήσεις» αποδείχθηκαν εντελώς εφήμερες.
Έπειτα διότι -ας μου επιτραπεί η παρατήρηση- κάποια από τα κόμματα που «ψηφίζουμε» τώρα, λένε τα ίδια και χειρότερα από εκείνα τα οποία προτιμούσαμε πριν από την κρίση.

Για άλλου είδους αλλαγές θέλω να μου μιλήσετε, αν υπάρχουν, αν τις εντοπίζετε στην καθημερινή μας ζωή.
Αν δεν θέλετε να μιλήσετε με προσωπικά παραδείγματα, πείτε μου για τις αλλαγές που παρατηρείτε στους πολιτικούς, στα κόμματα, στον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται και ενεργεί ο πολιτικός κόσμος, τα κόμματα και οι τοπικές εξουσίες, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις, ο Τύπος και τα πρόσωπα της τηλεόρασης…

Το άλλο πουλάκι:
Θα σας πω εγώ.

Ή μάλλον, θα σας περιγράψω μια σκηνή της καθημερινότητα που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Αφορά μία ίσως πλευρά της, όμως δείχνει τη γενικότερη τάση που έχουμε να αλλάξουμε κάτι γύρω μας.

Η παρέα συγκεντρώθηκε για μεσημεριάτικο ουζάκι, όχι τίποτε σημαντικό, κάτι πρόχειρο, σε μαγαζί που δεν είχαν ξαναπάει, όμως ο ιδιοκτήτης ήταν γνωστός ενός από αυτούς.
Το λέω για να είμαι δίκαιος.

Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από την επικαιρότητα, λίγο μετασχηματισμός, λίγο μουντιάλ, λίγο απ’ όλα.
Κάποια στιγμή, ένας έθεσε το θέμα ειρωνικά: «Είδατε τι δήλωσε ο Πάγκαλος; Πήρε πίσω το “μαζί τα φάγαμε”. Αν έκανε τώρα τι δήλωση, είπε, θα έλεγε “μαζί τα τρώμε”! Αυτός ο τύπος είναι αδιόρθωτος».

Κάποιοι γέλασαν, κάποιοι εξαγριώθηκαν και μίλησαν με άσχημα λόγια για τον πρώην πολιτικό του ΠΑΣΟΚ.
Σε λίγο ήρθε η ώρα να φύγουν και ζητάν το  λογαριασμό από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Σηκώνεται κάποιος να πληρώσει, όχι ο γνωστός του, ένας άλλος –το λέω για να είμαι δίκαιος- και μετά να κάνει το ρεφενέ.

«Εκατόν επτά ευρώ είναι, δώστε μου εκατό», του λέει προφορικά ο ιδιοκτήτης.
Μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε για τον πλεονασμό, προφορικά θα το έλεγε, πώς αλλιώς;

Όχι απόδειξη, ούτε καν ένα χαρτάκι όπου να αναγράφονται τι παράγγειλαν, τι τους έφερε και πόσο κάνουν.
Γύρισε στην παρέα, τους είπε τα του λογαριασμού και σχολίασε: «Μωρέ, πολύ δίκιο έχει ο Πάγκαλος…»

«Αγαπητοί μου», απευθύνθηκε σε όσους έβριζαν πριν τον πολιτικό, «ο άνθρωπος αυτός πήρε μόλις είκοσι τρία ευρώ, που ανήκουν στο κράτος, και τα έβαλε στην τσέπη του. Αύριο θα φωνάζει γιατί το σύστημα υγείας δεν λειτουργεί σωστά και πρέπει να πληρώνει την περίθαλψή του. Θα γκρινιάζει επίσης γιατί η σύνταξή του θα είναι μικρή ή το παιδί του δεν θα βρίσκει δουλειά…»

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ας φύγουμε από το συγκεκριμένο.

Πόσες αλλαγές είμαστε έτοιμοι, ως κοινωνία, να δεχτούμε. Τι κάναμε και τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε, ώστε να μη βρεθούμε πολύ σύντομα στην ίδια κατάσταση εκτροχιασμού της οικονομίας μας;

Διαβάζω από άρθρο του Γιάννη Βούλγαρη στα Νέα, με τίτλο «η νέα κρίση που έρχεται»:
«Ο δημόσιος πολιτικός λόγος από το 2011 ως σήμερα μονοπωλείται από τις ευθύνες των “ξένων”. Έχουν ξεχαστεί οι δικές μας ευθύνες. Τόσο εκείνες που ακύρωσαν μια έγκαιρη διάγνωση του μεγέθους της επερχόμενης κρίσης την περίοδο 2007-2010, όσο και η πλήρης απροετοιμασία όλων των πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών να διαμορφώσουν δική τους άποψη για το ποιες αλλαγές είχε ανάγκη η Ελλάδα.

Αντίθετα με την Πορτογαλία και την Κύπρο, που πέτυχαν μια ορισμένη εθνική συνεννόηση, αντίθετα με την Ισπανία που απέφυγε τα Μνημόνια, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ούτε άποψη μπόρεσε να προβάλει, ούτε να σχεδιάσει και να υιοθετήσει τις αναγκαίες αλλαγές, ούτε να βρει τον ελάχιστο εθνικό κοινό παρανομαστή».

Κι εμείς όμως, συμπληρώνω εγώ, οι απλοί πολίτες, αυτό που ίσως καταλάβαμε είναι μια χειρότερη εκδοχή της νοοτροπίας που μας οδήγησε εδώ. «Αν το ήξερα πώς θα γίνουν τα πράγματα δεν θα έκοβα ούτε μια απόδειξη, όπως έκαναν άλλοι συνάδελφοί μου και τώρα έχουν πολλά στην άκρη», μου δήλωσε μία ελεύθερη επαγγελματίας.

Που, σημειωτέον, δεν ανήκει σε καμιά «πλουτοκρατία»!

«Εδώ και τώρα αλλαγή»!

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

140619 ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Εσείς βλέπετε ραδιόφωνο;

Δεν το έχετε σκεφτεί ποτέ, έτσι;
Κι όμως, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει πως το ραδιόφωνο είναι ένα μαγευτικό Μέσο, το οποίο σου επιτρέπει να δημιουργήσεις ένα σωρό εικόνες καθώς το ακούς;

Μιλώ βέβαια για το κρατικό ραδιόφωνο, έτσι όπως το έχουμε γνωρίσει εμείς οι παλαιότεροι, με τις φωνές όλων των αγαπημένων παραγωγών, με τα θεατρικά έργα, τα σπουδαία αφιερώματα και όλες τις άλλες εκπομπές που μας κράτησαν συντροφιά επί χρόνια. Ύστερα ήρθε το ιδιωτικό ραδιόφωνο, ήρθαν κάποιοι αξιόλογοι σταθμοί και μερικές αξιοσημείωτες εκπομπές, όμως χάλασε το πράγμα.

Μπήκαν στη μέση οι διαφημίσεις, μπήκαν άλλοι ρυθμοί, έγιναν της μόδας οι play list, οι χορηγοί κανονίζουν τα πάντα κι έτσι πρέπει να ψάχνεις σε έναν ωκεανό από σκουπίδια και κουραστικά μονότονα πράγματα, για να βρεις κάτι που να σε ικανοποιεί αισθητικά. Αν θα βρεις.

Βεβαίως έχει αλλάξει και η αισθητική η δική μας, αφού, όπως και να το κάνουμε, κι αυτή διαμορφώνεται ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς!

Το άσχημο ήταν πως και το κρατικό ραδιόφωνο μπήκε στη λογική να ακολουθήσει αυτό το ρεύμα κι έτσι κατάντησε όχι μια κακή εκδοχή του εαυτού του, αλλά μια καρικατούρα των (κακών) ιδιωτικών.
Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, για άλλο όμως σας θέλω σήμερα.

Διότι το ραδιόφωνο, μετά τη μαύρη περιπέτεια της ΕΡΤ, άρχισε να εκπέμπει και πάλι, όμως όχι μόνο απαλλαγμένο από τα «βαρίδια» του παρελθόντος, αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή είχαμε ένα πρόγραμμα, το Πρώτο, μετά έγινε ένα δεύτερο, το Τρίτο, που όμως αποτελεί πολύ ιδιαίτερη περίπτωση και, ίσως ασχοληθούμε μαζί του μια άλλη φορά.

Ας έρθουμε στο Πρώτο Πρόγραμμα το οποίο δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να είναι. Ραδιόφωνο ενημερωτικό, ψυχαγωγικό ή αθλητικό.
(Αθλητικό δεν είναι το ραδιόφωνο που γυμνάζεται, αλλά εκείνο που μεταδίδει κυρίως αθλητικά γεγονότα. Βέβαια, στην Ελλάδα, όταν λέμε αθλητικά εννοούμε ποδοσφαιρικά και, καμιά φορά, του μπάσκετ).

Το άλλο πουλάκι:
Προσφορά και ζήτηση.

Όταν δεν ξέρεις τι πουλάς, πώς περιμένεις να έρθει ο άλλος να αγοράσει από εσένα;
Φανταστείτε ένα μαγαζί το οποίο, κάθε φορά που το επισκέπτεσαι έχει άλλη βιτρίνα με εντελώς διαφορετικά εμπορεύματα. Πώς να γίνεις πελάτης του;

Θα προσπαθήσω να δώσω μια ερμηνεία, χωρίς όμως να δικαιολογήσω την απαράδεκτη κατάσταση:
Στην Αθήνα, όπου γίνονται μετρήσεις, η περίφημη “ERA sport»» ήταν ένας σταθμός με σοβαρά ποσοστά ακροαματικότητας. Μη φανταστείτε τίποτε τρομερό, απλώς υπερείχε πολύ των υπόλοιπων κρατικών προγραμμάτων.

Τώρα που έγινε η ΝΕΡΙΤ, οι υπεύθυνοι προσπαθούν να χωρέσουν... δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Να έχουν έναν σταθμό που να απευθύνεται στο γενικό κοινό (ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό), αλλά και όποτε μπορούν να μετατρέπονται σε «αθλητικό ραδιόφωνο».
Όποτε δηλαδή υπάρχουν αγώνες ποδοσφαίρου (πολύ συχνά) ή μπάσκετ (σπανιότερα) προς μετάδοση.

Έτσι, πριν φτάσουμε στο Μουντιάλ που αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία, όλα τα Σαββατοκύριακα, αλλά και πολλά απογεύματα μέσα στην εβδομάδα ήμασταν υποχρεωμένοι να (μην) ακούμε τις «αθλητικές» εκπομπές του κρατικού ραδιοφώνου.
Γεγονός απαράδεκτο, ιδιαίτερα για τους ακροατές της υπόλοιπης Ελλάδας, όπου οι επιλογές είναι άσ’ τα να πάνε, μην πω καμιά κακία.

Ούτε αυτό όμως είναι το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί. Διότι η φαντασία των κάθε είδους υπευθύνων σ’ αυτή τη χώρα, ειδικά εκείνων που είναι διορισμένοι σε κρατικές θέσεις, φτάνει στα όρια της διαστροφής.

Ναι, διαστροφή. Διότι μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω ένα ραδιόφωνο που μεταδίδει (και ακροατές που ακούνε) τους εκφωνητές και τους σχολιαστές αγώνων από την... τηλεόραση. Ακούς ραδιόφωνο και είναι σαν να έχεις ανοιχτή την τηλεόραση, χωρίς εικόνα, μόνο με ήχο!

Και ένα τρίτο πουλάκι
Αυτό λέγεται οικονομία;

Προφανώς αυτός είναι ο λόγος ή μάλλον η δικαιολογία. Σου λέει, αφού μεταδίδει που μεταδίδει ο άλλος τον αγώνα από την τηλεόραση, δεν στέλνουμε τη φωνή και στο ραδιόφωνο να μην πληρώνουμε δεύτερο «σπήκερ»;
Γίνεται όμως; Όχι βέβαια! Διότι άλλο να βλέπεις και να σχολιάζεις την εικόνα κι άλλο να περιγράφεις αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν.

Προσπάθησα να το κάνω, έτσι από περιέργεια. Να ακούσω έναν αγώνα μπάσκετ όπως τον περιέγραφε ο «σπήκερ» στους τηλεθεατές. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Και αναρωτιόμουνα: Γιατί δεν βάζει το ραδιόφωνο μια μουσική εκπομπή, η οποία, στα ενδιάμεσα των τραγουδιών, να μας λέει και το σκορ του αγώνα;
Όσοι θέλουν τόσο πολύ να τον παρακολουθήσουν, και δεν έχουν πρόσβαση σε τηλεόραση ή υπολογιστή, ε, ας ακούνε μουσική κι ας μαθαίνουν την εξέλιξη του σκορ.

Το ίδιο γίνεται τώρα και με τις μεταδόσεις του Μουντιάλ. Παλαιότερα, όταν οι άνθρωποι «άκουγαν τη πάλα» από το ραδιόφωνο, υπήρχε ο «σπήκερ» που περιέγραφε τις φάσεις και μετέδιδε κάτι από το κλίμα και τη δράση στο γήπεδο.

Ο σχολιαστής της τηλεόρασης όμως απευθύνεται σε ανθρώπους που βλέπουν ό,τι και αυτός, άρα δεν χρειάζεται να περιγράφει (εκτός αν είναι ο αξέχαστος Μανόλο!)

Είπαμε να κάνουμε οικονομία, όχι όμως και να... βλέπουμε ραδιόφωνο!

Με τα μάτια της... τσέπης!

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

140618 ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΜΕΝΟ

Το ένα πουλάκι:
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια…

Κάπως έτσι έφευγε, αλλά κι έρχονταν, το «ζεστό χρήμα», τις δύσκολες ώρες που πέρασε η χώρα μας την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού του 2012, τότε που μπαίναμε στο Μνημόνιο και ψηφίζαμε, σε δυο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, για να σχηματιστεί τελικώς η τρικομματική κυβέρνηση και να ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση.

Θέλετε να βάλουμε το ομαλοποιηθεί σε εισαγωγικά; Να το βάλουμε. Διότι, όλοι όσοι παρακολουθούμε τα γεγονότα, διαβάζουμε τον τύπο και μελετούμε τις αναλύσεις δεν έχουμε την ίδια άποψη –αλίμονο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Ας πούμε, τα στοιχεία που θα σας αναφέρουμε σήμερα προέρχονται από ένα κείμενο που συνέγραψαν στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος και έχει τίτλο «Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης: Η ΤτΕ 2008-2013».

Θα μου πείτε, μα θα καθόμαστε τώρα να συζητάμε τι λένε οι τραπεζίτες, αυτοί που πίνουν το αίμα του απλού λαού και των εργαζομένων;
Αυτοί που ξεγέλασαν εκατομμύρια πολιτών, δίνοντάς τους με το ζόρι δάνεια, προκειμένου να τους έχουν τώρα στο χέρι και να τους παίρνουν τις περιουσίες για ένα κομμάτι ψωμί;

Ναι, καμιά φορά χρειάζεται να τους ακούμε κι αυτούς, όχι όταν μας λένε τι να κάνουμε, αλλά όταν παραθέτουν στοιχεία τα οποία δύσκολα αμφισβητούνται και δείχνουν (τα στοιχεία) πώς συμπεριφερθήκαμε ως λαός και ως οικονομία.

Τι κάναμε, λοιπόν;
Αυτό που κάναμε συνήθως. Κοιτάζουμε να σώσουμε το τομάρι μας κι αφήνουμε τους άλλους, το σύνολο, τη χώρα, να πάνε να πνιγούν.
Τι διαφορετικό σας λέει το γεγονός ότι τρέξαμε όλοι στις τράπεζες να σηκώσουμε τις καταθέσεις μας, μόλις αισθανθήκαμε ότι μπορεί να κινδυνεύουμε;

Ας δούμε ένα παράδειγμα.
Στην προ κρίσης εποχή, οι εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες ήταν, σε εβδομαδιαία βάση, περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ.
Την εβδομάδα του καταραμένου εκείνου Απριλίου τού 2010, που η χώρα μπήκε στο μνημόνιο, οι εκροές καταθέσεων έφτασαν το 1,5 δισ. ευρώ.

Την δε «κρίσιμη» εβδομάδα, πριν από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου του 2012, οι καταθέτες πήγαν και σήκωσαν 3 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή –σημειώνω εγώ- που πήγαιναν να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον εκτινάξουν στο 27%!
Και μη μου πείτε ότι δεν ήταν και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ όσοι σήκωσαν τα λεφτά τους, διότι οι αναλύσεις των εκλογών δείχνουν πως δεν είναι και το κόμμα των φτωχών και των αδυνάτων.

Το άλλο πουλάκι:
Οι εκλογές εκείνες ήταν κρίσιμες!

Τα υπόλοιπα των καταθέσεών μας στις τράπεζες έπεσαν στα 150,6 δισ. ευρώ, από 227,8 δισ. που ήταν πριν η χώρα μπει στη Μνημόνιο.
Θέλετε να κάνετε την αφαίρεση; Αφήστε, την έκανα εγώ: 77,2 δισ. ευρώ βγήκαν από τις τράπεζες και πήγαν σε κάθε απίθανο μέρος, από στρώματα μέχρι θυρίδες του εξωτερικού.

Για να καταλάβετε το μέγεθος του αριθμού, αρκεί να σας πω ότι όλοι οι ποδοσφαιριστές που παίρνουν μέρος στο μουντιάλ, 786 στον αριθμό, κοστίζουν 7,16 δισ. ευρώ, θα μπορούσαμε δηλαδή με τα λεφτά που σηκώσαμε από τις τράπεζες να αγοράσουμε τους παίκτες δέκα παγκοσμίων κυπέλλων.

Παρεμπιπτόντως, έτσι για να μπαίνουμε σιγά σιγά και στο κλίμα των ημερών, διάβαζα σε έναν σχετικό πίνακα πως το κατά κεφαλή ΑΕΠ κατατάσσει τη χώρα μας, τη χρεοκοπημένη χώρα μας, στην 13η θέση, μεταξύ των 32 χωρών που συμμετέχουν στο μουντιάλ, πολύ πιο πάνω από χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και η Ρωσία, που συζητήθηκαν αρκετά το τελευταίο διάστημα.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας, όπως άρχισαν να ξαναγυρίζουν και αρκετές καταθέσεις, για να φτάσουν τον Δεκέμβριο του 2013 τα 163, 25 δισ. ευρώ, δείχνοντας έτσι πως κάποια εμπιστοσύνη αρχίζει να ανακτάται. Για να συμβεί όμως αυτό χρειάστηκε να παρθούν μέτρα που τώρα τα μαθαίνουμε. Με τη βοήθεια της κακιάς Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τρία αεροπλάνα, σε ειδική αποστολή, μετέφεραν στη χώρα μας από την Ιταλία και την Αυστρία 5,2 δισ. ζεστό, καυτό χρήμα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Για να μη ξεμείνουμε και πανικοβληθούμε!

Έπρεπε, λέει, και το τελευταίο ΑΤΜ της χώρας να έχει άφθονα μετρητά κι έτσι 147 αυτοκίνητα μεταφοράς, σε δύο μόλις μέρες, 14 και 15 Ιουνίου του 2012, «σκόρπισαν» χρήμα σε όλη την Ελλάδα.
Όλα αυτά δεν τα ξέραμε, δεν τα πήραμε είδηση, τώρα τα μαθαίνουμε, σαν μια ιστορία που συνέβη κάπου αλλού κι όχι στη χώρα μας, σ’ εμάς τους ίδιους.

Εμείς άλλα ξέραμε, άλλα μαθαίναμε, πως αυτή η κρίση ήταν κάτι φτιαχτό, κάτι ψεύτικο, προκειμένου να μας εκβιάσουν οι κακοί ξένοι και να (μας) περάσουν τα μέτρα που εξυπηρετούν τα δόλια σχέδιά τους για κατάκτηση και εξανδραποδισμό της χώρας.
Μαθαίναμε πως δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος χρεοκοπίας, πώς μπορούσαμε να μπλοφάρουμε και να εκβιάσουμε τους δανειστές, πως θα μπορούσαμε να πατήσουμε πόδι και να αρνηθούμε το Μνημόνιο (ίσως και τα δανεικά) που έφερε την κρίση και όχι το αντίστροφο.

Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι όλα όσα λέγαμε χθες, πως έχουμε επιστρέψει στις ξένοιαστες μέρες προ κρίσης, πως δεν έχουμε καταλάβει τίποτε, με πρώτη και καλύτερη φυσικά την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό τον ίδιο.
Που άρχισε πάλι (σταμάτησε, άραγε ποτέ;) να κάνει πολιτική με το βλέμμα όχι στην πρόοδο της χώρας, όχι στην έξοδο από την κρίση, αλλά στις επόμενες εκλογές.

Που τη μια μέρα ψηφίζει μέτρα και την άλλη κοιτάζει πώς να τα πάρει πίσω, ικανοποιώντας αιτήματα συντεχνιών και κλείνοντας το μάτι σε διάφορες ομάδες συμφερόντων που δεν λένε να χάσουν κάτι κι αυτές από τα περίφημα κεκτημένα τους.

Το χρήμα έκανε φτερά!